Προνόμια για τις εταιρείες σπόρων, καταστολή για τους αγρότες
Το τέλος της διαφύλαξης σπόρων απο τους αγρότες;
Μια αναφορά για το επίκαιρο θέμα του ζητήματος των πατεντών στους σπόρους και τις επιδίωξεις της παγκόσμιας βιομηχανίας σπόρων. Μέσα απο διεθνείς συνθήκες και πιέσεις μέσω πρακτικών λόμπι, οι μεγάλες σποροπαραγωγικές εταιρείες έχουν ως κύριο σκοπό την αύξηση του κέρδους και τον ελεγχο επι του φυτογενετικού υλικού. Αναγκαζουν έτσι σε πληρωμή δικαιωμάτων για την χρήση των σπόρων απο τους αγρότες και τον ουσιαστικό περιορισμό των δικαιωμάτων τους
Το άρθρο σε πλήρη μορφή
Από την οργάνωση Grain
Οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας βιομηχανίας σπόρων γκρινιάζουν για τα “παραθυράκια” του σύστηματος προστασίας των φυτικών ποικιλιών, το οποίο αναπτύχθηκε από τους ίδιους στη δεκαετία του 1960 ως εναλλακτική λύση για τις πατέντες. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να καταργήσουν το περιορισμένο δικαίωμα που έχουν ακόμα οι αγρότες να φυλάσσουν τους σπόρους τους. Οι Αμερικανοί θέλουν να περιορίσουν τη εξαίρεση που επιτρέπει στους βελτιωτές φυτών να χρησιμοποιούν ελεύθερα και για ερευνητικούς σκοπούς τις εμπορικές ποικιλίες άλλων βελτιωτών φυτών. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που επιχειρείται είναι να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη. Βραχυπρόθεσμα, τα θύματα θα είναι οι αγρότες οι οποίοι πιθανότατα θα καταλήξουν να πληρώνουν ένα επιπρόσθετο ποσό 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε μεγάλες εταιρείες παραγωγής σπόρων. Αλλά μακροπρόθεσμα όλοι θα βγούμε χαμένοι από τον αυξανόμενο έλεγχο των διατροφικών μας συστημάτων από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Αυτή η έκθεση ιχνηλατεί τις πρόσφατες συζητήσεις που έχουν γίνει στο εσωτερικό της βιομηχανίας σπόρων και διερευνά τι θα συμβεί εάν τα δικαιώματα των δημιουργών φυτικών ποικιλιών εξομοιωθούν πρακτικά με τις πατέντες.
Εισαγωγή
Να μην είναι πλέον δυνατό να φυλάσσονται και να επαναχρησιμοποιούνται σπόροι, ούτε και να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε προστατευόμενες ποικιλίες, ούτε καν για βελτίωση φυτών. Με άλλα λόγια, να εξαλειφθούν οι δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ των δικαιωμάτων των δημιουργών (βελτιωτών) φυτικών ποικιλιών και των βιομηχανικών πατεντών. Αυτό βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας των επιδιώξεων της βιομηχανίας σπόρων για την αντιμετώπιση της νέας αναθεώρησης της σύμβασης της UPOV (Διεθνής Ένωση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών). [1]
Όταν η σύμβαση UPOV τυποποίησε για πρώτη φορά τα δικαιώματα των δημιουργών φυτικών ποικιλιών (PVP) στη δεκαετία του 1960, επρόκειτο ως επί το πλείστον μία αντιγραφή της μορφής της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο ιδιοκτήτης της ποικιλίας είχε το μονοπώλιο της εμπορικής διάδοσης και της πώλησης των φυτικών ποικιλιών του, αλλά πολύ μικρό έλεγχο πάνω σε άλλες χρήσεις. Οι αγρότες μπορούσαν να αναπαράγουν ελεύθερα τους σπόρους για δική τους χρήση όσες φορές ήθελαν. Άλλοι βελτιωτές φυτών (δημιουργοί νέων ποικιλιών σπόρων) θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιούν ελεύθερα τις προστατευόμενες ποικιλίες για να αναπτύξουν το δικό τους φυτικό υλικό.
Η αναθεώρηση της σύμβασης της UPOV (Διεθνής Ένωση για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών) που πραγματοποιήθηκε το 1991 άλλαξε ριζικά την κατάσταση αυτή. Χάρη στην επιτυχημένη άσκηση πίεσης από την παγκόσμια βιομηχανία παραγωγής σπόρων, αυτή η αναθεώρηση μετέτρεψε τα δικαιώματα των δημιουργών φυτικών ποικιλιών σε κάτι πολύ παρόμοιο με τις πατέντες. Η αποθήκευση (φύλαξη) και επαναχρησιμοποίηση των προστατευόμενων σπόρων (το επονομαζόμενο “προνόμιο” του γεωργού) επιτρεπόταν πλέον μόνον ως προαιρετική εξαίρεση, επιβλήθηκαν περιορισμοί στη χρήση προστατευόμενων σπόρων για χρήση μετέπειτα αναπαραγωγή (γενετική βελτίωση) φυτών και τα μονοπωλιακά δικαιώματα επεκτάθηκαν έτσι ώστε να συμπεριλάβουν ακόμα και τα μεταποιημένα προϊόντα της συγκομιδής. Αυτή είναι η έκδοση της σύμβασης της UPOV (γνωστή και ως νόμος 1991) που επιβάλλεται επί του παρόντος στις αναπτυσσόμενες χώρες, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του ΠΟΕ για τη συμφωνία για τα εμπορικής φύσεως ζητήματα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. [2]
Ωστόσο, η βιομηχανία σπόρων συνεχίζει να είναι δυσαρεστημένη. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εντείνει τις πιέσεις της, έτοιμη να δώσει το τελικό χτύπημα στα “παραθυράκια” που υπάρχουν ακόμα στο σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων των δημιουργών φυτικών ποικιλιών. Αν το καταφέρει, αυτό θα σημάνει σίγουρα το τέλος του δικαιώματος των αγροτών να φυλάσσουν και την επαναχρησιμοποιούν προστατευόμενους σπόρους που συγκομίζονται από τις δικές τους καλλιέργειες, κατά πάσα πιθανότητα το τέλος του δικαιώματος των υπόλοιπων βελτιωτών φυτών στην ελεύθερη πρόσβαση στο υλικό που προστατεύεται με τα δικαιώματα των δημιουργών, μία χειροτέρευση των συνθηκών προστασίας αυτών των δικαιωμάτων και μακροπρόθεσμα πιο αυστηρούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους και ένα ευρύτερο φάσμα μονοπωλιακών δικαιωμάτων.
Η παρούσα έκθεση του Grain ιχνηλατεί τις πρόσφατες συζητήσεις στο εσωτερικό της βιομηχανίας σπόρων και προσπαθεί να απεικονίσει αυτό που θα συμβεί εάν τα δικαιώματα των παραγωγών νέων ποικιλιών φυτών μετατραπούν σε πατέντες. Θα καταστεί περιττή η UPOV και σταδιακά θα εξαφανιστεί; Όχι απαραίτητα. Η χρήση που κάνει η βιομηχανία σπόρων στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (IPR) είναι πολλαπλή. Θέλει να έχει πολλές επιλογές. Κρίνοντας από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, αυτό που μας επιφυλάσσει το μέλλον δεν θα είναι η επιλογή του ενός ή του άλλου είδους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά ο συνδυασμός δύο, τριών ή περισσότερων διαφορετικών στρώσεων νόμιμου μονοπωλίου, η μία πάνω στην άλλη.
Ιστορικό
Είναι χρήσιμο να ρίξουμε ξανά μια ματιά στην ιστορία, τώρα που η παγκόσμια βιομηχανία σπόρων έχει αρχίσει να παίζει και πάλι το γνωστό παιχνίδι της άσκησης πιέσεων, μέσω τακτικών λόμπι, για την ενίσχυση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Δεν έχει σημασία πόσο συχνά επιμένουν οι ομάδες λόμπι στην ανάγκη για ισχυρή προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να ενθαρρυνθεί η βελτίωση των φυτών. Το γεγονός είναι ότι η βιομηχανία σπόρων αναπτύχθηκε και άκμασε για το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της, χωρίς κανένα είδος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας για τους σπόρους και λοιπό πολλαπλασιαστικό υλικό είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο, το οποίο δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην εγκαθίδρυση και τη ραγδαία επέκταση της βιομηχανίας σπόρων κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Με εξαίρεση κάποιες περιορισμένης σημασίας υποθέσεις σε εθνικό επίπεδο, οι βελτιωτές φυτών δεν είχαν κανένα δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας οπουδήποτε στον κόσμο μέχρι πριν από περίπου τριάντα χρόνια. Για κάθε πρακτικό σκοπό, η αρχική έκδοση της σύμβασης της UPOV (γνωστή και ως νόμος 1961) ήταν η αρχή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που εφαρμόζονται σε φυτικό υλικό. Παρά το γεγονός ότι εγκρίθηκε εκείνο την χρονιά, στην πράξη, τέθηκε σε ισχύ μόλις το 1970. Εκείνη την εποχή, στις ανεπτυγμένες χώρες οι σπόροι του εμπορίου είχαν αντικαταστήσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις παραδοσιακές ποικιλίες που είχαν αναπαραχθεί από τους ίδιους τους αγρότες και διείσδυαν και στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Έτσι, μόνο αφότου είχε ήδη εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της, η βιομηχανία σπόρων μπόρεσε να πετύχει την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, πρώτα μέσω των κανονισμών της UPOV για την προστασία των φυτικών ποικιλιών και λίγο αργότερα επίσης μέσω των βιομηχανικών πατεντών. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ως μια μεγάλη και καθιερωμένη βιομηχανία, είχε πλέον αρκετή ισχύ επιρροής σε κυβερνήσεις, πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που είχε όταν ιδρύθηκε, κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Εάν είχαν μεγαλύτερη δύναμη, οι βελτιωτές φυτών θα είχαν επιτύχει μονοπωλιακά δικαιώματα για τις ποικιλίες τους πολύ νωρίτερα. Υπάρχουν στοιχεία άσκησης πίεσης από ομάδες συμφερόντων που χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1920. Αν και απέτυχε στην απόκτηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για τους ίδιους τους σπόρους, η βιομηχανία σπόρων χρησιμοποίησε μια σειρά διαφορετικών μηχανισμών για να μειώσει τον ανταγωνισμό από τους παραδοσιακούς σπόρους των αγροτών. [3]
Οι νόμοι για τους σπόρους ήταν ο κύριος παράγοντας σε πολλές χώρες. Κάνοντας υποχρεωτική την πιστοποίηση των σπόρων και θέτοντας εκτός νόμου το εμπόριο των μη πιστοποιημένων σπόρων, οι κυβερνήσεις υποστήριξαν έμμεσα τους εμπορικούς σπόρους σε βάρος των παραδοσιακών συστημάτων ανταλλαγής σπόρων.
Τα εμπορικά σήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προστασία της ονομασίας μιας ποικιλίας. Ακόμα και αν επιτρεπόταν ο πολλαπλασιασμός και η ελεύθερη πώληση πιστοποιημένων σπόρων, ο μόνος που είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το σήμα κατατεθέν ήταν ο δημιουργός της ποικιλίας.
Οι πολιτικές δανειακής στήριξης της γεωργίας χρησιμοποιούνται εδώ και καιρό για να αναγκάσουν τους αγρότες να χρησιμοποιούν πιστοποιημένους σπόρους. Με άλλα λόγια, εάν ένας αγρότης δεν χρησιμοποιεί τις εμπορικές ποικιλίες που έχουν εγκριθεί από την κυβέρνηση, διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να μην μπορέσει να πάρει δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο και να μην μπορέσει να εξασφαλίσει την ασφάλιση της συγκομιδής του και τις άμεσες πληρωμές στα πλαίσια της ενίσχυσης του γεωργικού εισοδήματος.
Οι πατέντες στα φυτά δεν εξαιρέθηκαν ρητώς από τη Σύμβαση των Παρισίων (που υπεγράφη το 1883 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε πολλές φορές), και εφαρμόστηκαν σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες σε κάποιο βαθμό και για κάποιο χρονικό διάστημα, ιδίως στη Γερμανία γύρω στο 1930.
Οι υβριδικές ποικιλίες έγιναν ένα εργαλείο για να εξαναγκαστούν οι αγρότες να αγοράζουν νέους σπόρους κάθε χρόνο. Οι αγρότες δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγουν τους υβριδικούς σπόρους στα χωράφια τους, διότι η αναπαραγωγή απαιτεί δύο διαφορετικές γονικές σειρές, των οποίων η ταυτότητα παραμένει μυστική και προστατεύεται αυστηρά από την επιχείρηση πώλησης σπόρων ως απόρρητη. Μεταξύ 1930 και 1960, το σύνολο της σημαντικότερης παραδοσιακής καλλιέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες- το καλαμπόκι- αντικαταστάθηκε βαθμιαία από σπόρους υβριδίων. Παρότι η επίσημη αιτιολόγηση ήταν η εξασφάλιση της εταίρωσης (αύξηση της απόδοσης), ο πραγματικός λόγος ήταν ουσιαστικά η παγίωση του μονοπωλίου. [4]
UPOV 1961
Στη δεκαετία του 1930 και του 1940, ορισμένες χώρες πειραματίστηκαν με συστήματα πνευματικής ιδιοκτησίας για φυτά. Το 1930 πέρασε στις ΗΠΑ ο νόμος περί Φυτικών Πατεντών (Plant Patent Act)[5]. Σήμερα εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και δίνει μονοπωλιακά δικαιώματα για τον πολλαπλασιασμό των φυτών μέσω αγενούς αναπαραγωγής (εκείνα που πολλαπλασιάζονται με κονδύλους, μοσχεύματα, εμβολιασμό ή με άλλο βλαστικό υλικό, όχι με σπόρους.) Το σύστημα αυτό σχεδιάστηκε ως επί το πλείστον για τους βελτιωτές καλλωπιστικών φυτών, αλλά δεν χρησιμοποιείται ευρέως και δεν εφαρμόστηκε, ούτε αντιγράφτηκε ποτέ πουθενά αλλού στον κόσμο. Ωστόσο, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ολλανδία καθιερώθηκαν εθνικά συστήματα προστασίας των φυτικών ποικιλιών, τα οποία ήταν οι πρόδρομοι της σύμβασης UPOV.
Όμως μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ξεκίνησε η σκληρή άσκηση πίεσης από ομάδες συμφερόντων για ένα διεθνές σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί των φυτών, η βιομηχανία σπόρων δεν διεκδικούσε ειδικά συστήματα προστασίας των φυτικών ποικιλιών, αλλά συμβατικές βιομηχανικές πατέντες. Η πρωτοβουλία προήλθε κυρίως από τους ευρωπαίους βελτιωτές φυτών, οι οποίοι είχαν ήδη μια σημαντική ροή εμπορικών συμφωνιών μεταξύ διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών και έβλεπαν την ανάγκη για μία διεθνή ρύθμιση. Η ASSINSEL, η νεοιδρυθείσα Διεθνής Ένωση Βελτιωτών Φυτών για την Προστασία των Φυτικών Ποικιλιών, που ιδρύθηκε το 1938 [6], έγινε ο κύριος εκπρόσωπος της βιομηχανίας σπόρων και υιοθέτησε ως δικό της το γερμανικό μοντέλο πατεντών της προπολεμικής περιόδου.
Ωστόσο, η ιδέα της εφαρμογής βιομηχανικών πατεντών σε φυτά συνάντησε διπλή αντίσταση. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εκτίμησαν ότι αποτελεί απειλή για τη γεωργική οικονομία, αφού θα έδινε στη βιομηχανία σπόρων υπερβολική δύναμη όσον αφορά στην προμήθεια σπόρων. Συχνά γίνονται αναφορές στους φόβους ενός Υπουργού Γεωργίας της Γερμανίας ότι ο αγροτικός πληθυσμός θα "καταδικαζόταν στην επαιτεία". [7] Οι εμπειρογνώμονες στις πατέντες, που εκπροσωπούνται από την AIPPI (Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Πνευματικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας) [8], διέκριναν και άλλη απειλή, αυτήν της αξιοπιστίας των πατεντών. Τα φυτά είναι ζωντανοί οργανισμοί που εξελίσσονται και αυτό εμποδίζει τη λεπτομερή τους καταγραφή, όπως απαιτείται από το σύστημα πατεντών, με ένα βαθμό ακρίβειας που να επιτρέπει σε ένα άλλο άτομο "να επαναλάβει την εφεύρεση" με ακρίβεια. Έτσι, οι πατέντες στα φυτά θα προϋπέθεταν ένα ευρύ φάσμα εξαιρέσεων από τα φυσιολογικά κριτήρια για τις πατέντες. Έτσι η ASSINSEL θα έπρεπε να συμβιβαστεί σε ένα sui generis σύστημα [9] για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και από κοινού με τη γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε μία διαπραγματευτική διαδικασία που θα κατέληγε αργότερα στη Σύμβαση της UPOV του 1961.
Η πρώτη έκδοση των κανονισμών προστασίας των φυτικών ποικιλιών που εγκαθιδρύθηκε από την UPOV ήταν πιο κοντά στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας παρά στις πατέντες. Το πεδίο εφαρμογής των μονοπωλιακών δικαιωμάτων ήταν περιορισμένο, αλλά το ίδιο ήταν και τα κριτήρια επιλεξιμότητας για προστασία.
• Ο ιδιοκτήτης είχε το δικαίωμα να διατηρήσει υπό τον έλεγχο του την εμπορική αναπαραγωγή και το μάρκετινγκ (της προστατευόμενης ποικιλίας), αλλά όχι άλλες χρήσεις της. Οι αγρότες ήταν ελεύθεροι να αποθηκεύουν σπόρους για δική τους χρήση όσες φορές ήθελαν, και να κάνουν χρήση της συγκομιδής τους χωρίς κανέναν περιορισμό.
• Δεν υπήρχαν δικαιώματα όσο αφορά στο γενετικό περιεχόμενο της προστατευόμενης ποικιλίας. Οποιοσδήποτε άλλος βελτιωτής ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει μια προστατευόμενη ποικιλία για να αναπτύξει το δικό του φυτικό υλικό.
• Δεν έμπαινε κανένα προαπαιτούμενο καινοτομίας. Εφόσον η ποικιλία ήταν «διακεκριμένη, ομοιογενής και σταθερή», μπορούσε να της χορηγηθεί προστασία.
• Δεν έβαζε προϋποθέσεις απόδειξης του ότι επρόκειτο για εφεύρεση. Μια απλή ανακάλυψη μπορούσε κι αυτή να έχει προστασία.
UPOV 1991
Ειρωνικά, οι κανονισμοί του UPOV για την προστασία των φυτικών ποικιλιών μόλις είχαν αρχίσει να εφαρμόζονταν στην πράξη πριν αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της λύσης που η βιομηχανία σπόρων επεδίωκε από την αρχή, δηλαδή τις πατέντες στα φυτά. Το 1980, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απεφάνθη ότι τίποτα δε θα μπορούσε να σταματήσει τη χορήγηση πατεντών για οποιοδήποτε ζωντανό οργανισμό. Η Ευρώπη και άλλες αναπτυγμένες χώρες δεν άργησαν να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Γιατί αυτή η ξαφνική αλλαγή γνώμης; Η συνηθισμένη εξήγηση είναι ότι εκείνη την εποχή η γενετική μηχανική και άλλες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας είχαν καταστήσει δυνατή την τήρηση των κριτηρίων του συστήματος πατεντών, ακόμα και για ζωντανούς οργανισμούς. Όμως, μια μεταφορά γονιδίων δεν παρέχει πολλά περισσότερα προβλέψιμα και επαναλαμβανόμενα αποτελέσματα από μια διασταύρωση, και επιπλέον μία λεπτομερή περιγραφή είναι ακόμα αδύνατη. Η απαιτούμενη περιγραφή αντικαθίσταται κανονικά από την κατάθεση ενός δείγματος του οργανισμού σε μια τράπεζα γονιδίων. Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν μάλλον η μεγάλη πίεση των ομάδων συμφερόντων και η άσκηση πίεσης από τις βιομηχανίες που βρίσκονται πίσω από τη γενετική μηχανική -οι ίδιες υπερεθνικές εταιρείες που κυριαρχούν στη χημική και φαρμακευτική βιομηχανία. Όχι μόνο πολλές φορές ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις συμβατικές εταιρείες παραγωγής σπόρων, αλλά και η γενετική μηχανική εκλαμβανόταν από τις κυβερνήσεις ως μια ζωτικής σημασίας τεχνολογία για τη μελλοντική διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Η ταχεία είσοδος στον κόσμο της βελτίωσης φυτών μεγάλων πολυεθνικών, εξοπλισμένων τόσο με γενετική μηχανική όσο και με πατέντες, δημιούργησε πανικό στις συμβατικές εταιρείες παραγωγής σπόρων. Μία από τις στρατηγικές τους για να αντιμετωπίσουν αυτή την επίθεση ήταν η απαίτηση για μια ουσιαστική σκλήρυνση των κανόνων της UPOV για την προστασία των φυτικών ποικιλιών, έτσι ώστε τα δικαιώματα του δημιουργού ποικιλιών να είναι περισσότερο συγκρίσιμα και ανταγωνιστικά με τις πατέντες. Η αρχική σύμβαση του 1961 είχε μείνει ουσιαστικά αναλλοίωτη, με μικρές αναθεωρήσεις το 1972 και το 1978. Με την UPOV του 1991, οι συμβατικοί βελτιωτές φυτών κατάφεραν μία πολύ μεγάλη αύξηση των μονοπωλιακών δικαιωμάτων τους, τα οποία ξέφυγαν από την έννοια του πολλαπλασιασμού σπόρων και από πολλές απόψεις εξομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις πατέντες. [10]
• Η αποθήκευση και επαναχρησιμοποίηση προστατευόμενων σπόρων που συγκομίζονται από τη δική τους παραγωγή παύει να επιτρέπεται αυτοδικαίως στους αγρότες. Η κυβέρνηση μπορεί να επιτρέψει νόμιμα στους αγρότες, μόνο ως μια προαιρετική εξαίρεση, να αποθηκεύουν σπόρους για δική τους χρήση, και ακόμη και τότε η εταιρεία σπόρων έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή ενός ποσοστού (δικαιώματα).
• Το μονοπώλιο επεκτείνεται και στην καλλιέργεια και, προαιρετικά, και στα προϊόντα που προέρχονται από τη συγκομιδή. Αν δεν έχουν καταβληθεί τα δικαιώματα (ποσοστά) για το σπόρο, ο ιδιοκτήτης της ποικιλίας μπορεί να απαιτήσει την καταβολή του ποσοστού στον τελικό καταναλωτή (των προϊόντων) της καλλιέργειας.
• Στους υπόλοιπους βελτιωτές τους επιτρέπεται ακόμα να χρησιμοποιούν προστατευόμενες ποικιλίες για λόγους βελτίωσης, αλλά αν μια νέα ποικιλία είναι «κατ’ ουσία προερχόμενη» από μια άλλη ήδη υπάρχουσα ποικιλία, η νέα ποικιλία δεν μπορεί να προστατεύεται από ξεχωριστά και διακριτά δικαιώματα για το δημιουργό. Η διάταξη αυτή περιλήφθηκε ειδικά προκειμένου να εμποδίσει το να παίρνουν οι επιχειρήσεις γενετικής μηχανικής καινούργια δικαιώματα δημιουργού για ποικιλίες στις οποίες έχουν προσθέσει ένα μόνο γονίδιο.
• Περιλαμβάνει πλέον το προαπαιτούμενο της καινοτομίας.
• Τώρα πλέον επιτρέπεται η διπλή προστασία ή η αναπαραγωγή των δικαιωμάτων (πατέντες και δικαιώματα δημιουργού).
• Η ελάχιστη διάρκεια της προστασίας επεκτείνεται στα 20-25 χρόνια (πριν ήταν 15-18 χρόνια).
• Τώρα πλέον θα πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα φυτικά είδη (προηγουμένως απαιτείτο μόνο ένα ελάχιστο οποιονδήποτε 24 ειδών).
Πίνακας 1 [1] Τα πλήρη αποτελέσματα της έρευνας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Σπόρων δεν έχουν δημοσιευτεί, αλλά η αντίστοιχη περίληψη τους για όλες τις χώρες που, όπως παρουσιάζονται στα αποτελέσματα του συνεδρίου της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Σπόρων του 2005, μπορούν να βρεθούν στην κάτωθι παρουσίαση του Bill Leask , εκπροσώπου της καναδικής Seed Trade Association, της βιομηχανικής ένωσης σπόρων του Καναδά, με τίτλο “Intellectual Property in the Seed Industry. Tools Available and Their Effect on Investment”, Public Institutions and Management of Intellectual Property Rights, Canadian Agriculture Innovation Research Network, Τορόντο, 13-14 Δεκεμβρίου 2005. Βρίσκεται στο http://tinyurl.com/26lbqe |
Στη δεκαετία του 1980 άρχισε και μια άλλη πολύ σημαντική διαδικασία, η διαπραγμάτευση της συμφωνία του ΠΟΕ για τα εμπορικής φύσεως ζητήματα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (συμφωνία TRIPS, ονομάζεται έτσι από το ακρωνύμιο της στα αγγλικά) και που έμελλαν να γίνουν το εργαλείο για να επεκταθούν σε αναπτυσσόμενες χώρες τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε φυτά. Η συμφωνία TRIPS υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να παρέχουν κάποια μορφή προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας για τα φυτά, είτε μέσω πατεντών, είτε μέσω ενός συστήματος sui generis, είτε μέσω και των δύο. Αν και ούτε τα δικαιώματα του δημιουργού, ούτε η UPOV αναφέρονται ρητά στα κείμενα του ΠΟΕ, η συμφωνία TRIPS έχει οδηγήσει πολλές αναπτυσσόμενες χώρες να υιοθετήσουν κατά την τελευταία δεκαετία συστήματα προστασίας των δικαιωμάτων των δημιουργών παρόμοια με αυτά της UPOV, ελλείψει καλύτερων εναλλακτικών λύσεων. Οι περισσότεροι θέλουν να αποφύγουν τις πατέντες στα φυτά. Θα μπορούσαν να αναπτύξουν τα δικά τους εθνικά συστήματα sui generis από το μηδέν, αυτό όμως είναι μια πολύ ακριβή υπόθεση σε σχέση με την υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης προκατασκευασμένης λύσης. Πολλές από αυτές τις χώρες έχουν γίνει μέλη της UPOV, συνήθως ως αποτέλεσμα των διμερών πιέσεων είτε από τις ΗΠΑ, είτε από την ΕΕ είτε από άλλες ανεπτυγμένες χώρες (βλέπε Πίνακα 3). Πριν έλθουν οι συμφωνίες TRIPS στο προσκήνιο, η UPOV ήταν ένας πολύ μικρός οργανισμός με μόλις δύο δεκάδες μέλη, όλες τους αναπτυσσόμενες χώρες, εκτός της Νότιας Αφρικής. Από το 1994, όμως, η συμμετοχή έχει υπερδιπλασιαστεί, και τα περισσότερα νέα μέλη είναι αναπτυσσόμενες χώρες ή χώρες των οποίων οι οικονομίες βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, οι οποίες αποτελούν σήμερα περίπου το ήμισυ των μελών του UPOV. [11]
Η επόμενη αναθεώρηση της UPOV
Με την Πράξη της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών (UPOV) του 1991, στη διαδικασία για να γίνει παγκόσμιο πρότυπο και όχι απλώς μια λέσχη πλουσίων χωρών, οι ομάδες πίεσης της βιομηχανίας σπόρων αρχίζουν να διατυπώνουν τα αιτήματά τους για την επόμενη αναθεώρηση της UPOV. Το περίγραμμα της εν λόγω αναθεώρησης είναι ακόμα πολύ ασαφές. Μέχρι τώρα είναι μία ενδοοικογενειακή συζήτηση σε φόρουμ της βιομηχανίας σπόρων, πιθανώς με κάποια άτυπη άσκηση πίεσης σε επιλεγμένες κυβερνήσεις. Έτσι, μια επίσημη διαπραγμάτευση είναι πολύ μακριά ακόμα και δεν αναμένεται να επιτευχθεί μια τελική συμφωνία πριν από την πεντηκοστή επέτειο της UPOV το 2011. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με τη γενική της κατεύθυνση. Αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα στους εναπομείναντες "κενούς χώρους" (από την οπτική γωνία των αγροτών και των ερευνητών), ή στα "παραθυράκια" (από την οπτική γωνία της βιομηχανίας σπόρων) που υπάρχουν ακόμα στο σύστημα προστασίας των βελτιωτών φυτών, πράγμα που πρακτικά τα καθιστά δυσδιάκριτα από μία πατέντα. Αν το καταφέρουν, αυτό θα σημάνει σίγουρα το τέλος του δικαιώματος των αγροτών στην αποθήκευση και την επαναχρησιμοποίηση των σπόρων που συγκομίζονται από τις ίδιες τους τις καλλιέργειες και κατά πάσα πιθανότητα το τέλος του δικαιώματος των υπόλοιπων βελτιωτών στην ελεύθερη πρόσβαση στο φυτικό υλικό που προστατεύεται με δικαιώματα δημιουργού, και μία γενική χειροτέρευση της κατάστασης που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες περιόδους προστασίας του δικαιώματος αυτού και μακροπρόθεσμα σε πιο αυστηρούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους και σε ένα ευρύτερο φάσμα μονοπωλιακών δικαιωμάτων.
Για να κατανοήσουμε τις τρέχουσες συζητήσεις, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πόσο δραστικά έχει αλλάξει η δομή της βιομηχανίας σπόρων από το 1980. Οι συζητήσεις που οδήγησαν στην UPOV του 1991 χαρακτηρίζονται από πόλωση. Από τη μια πλευρά ήταν οι μεγάλες χημικές και φαρμακευτικές εταιρείες, κυρίως αμερικανικής προέλευσης, οι οποία είχαν εισέλθει πρόσφατα στην υπόθεση της βελτίωσης φυτών, επενδύοντας σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της γενετικής μηχανικής και επικεντρώνοντας αποκλειστικά στις πατέντες. Από την άλλη πλευρά ήταν η συμβατική βιομηχανία σπόρων, ως επί το πλείστον ισχυρή στην Ευρώπη και την οργανωμένη σε πολλές μικρότερες επιχειρήσεις, η οποία βρέθηκε σε θέση άμυνας, δεχόμενη την επίθεση της γενετικής μηχανικής και των πατεντών, υπερασπιζόμενη τη συμβατική βελτίωση των φυτών.
Σήμερα, αντιθέτως, η πόλωση έχει δώσει τη θέση της στις συγχωνεύσεις και ενοποιήσεις μέσα στον τομέα αυτόν. Μεγάλο μέρος της συμβατικής βιομηχανίας σπόρων έχει αγοραστεί από πολυεθνικές εταιρείες, ή έχει υπογράψει συμφωνίες συνεργασίας μαζί τους. Σε γενικές γραμμές, οι συμβατικές εταιρείες σπόρων, σε περιφερειακό ή σε εθνικό επίπεδο, έχουν αναλάβει πλέον το ρόλο των καναλιών διανομής για τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που χρειάζονται την τεχνογνωσία και την πελατεία που μπορούν να τους προσφέρουν οι παλιές εταιρείες του χώρου . Επίσης, οι συλλογές τους από τοπικές προσαρμοσμένες ποικιλίες είναι ιδιαίτερα ελκυστικές ως όχημα για τα μηχανικώς τροποποιημένα γονίδια που αναπτύσσουν οι πολυεθνικές.
Κοντολογίς, αυτή τη φορά η ενίσχυση της UPOV είναι προς το κοινό συμφέρον για όλες τις εταιρείες της βιομηχανίας σπόρων, μεγάλες και μικρές, συμβατικές ή όχι. Θεωρητικά εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ της ευρωπαϊκής παράδοσης, που υπερασπίζεται το σύστημα των δικαιωμάτων του δημιουργού ως μια «ισορροπημένη λύση», και της αμερικανικής παράδοσης, που θεωρεί ότι η επιλογή του ενός ή του άλλου συστήματος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένα καθαρά πραγματιστικό ζήτημα και θεωρεί ότι δεν υπάρχει ανάγκη "ισορροπίας". Στην πράξη, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε οποιαδήποτε ουσιαστική διαφορά στον τρόπο που οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, που να τους διαφοροποιεί από την αμερικανική προσέγγιση. Και οι Ευρωπαίοι βγάζουν πατέντες όποτε μπορούν, και συχνά είναι πιο πρόθυμοι να απαλείψουν τους «εξισορροπητικούς» παράγοντες που έχουν ενσωματωθεί στο σύστημα δικαιωμάτων του δημιουργού.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό το ότι η συζήτηση για την επόμενη αναθεώρηση της UPOV έχει ξεκινήσει από την Pioneer Hi-Bred, τη μεγαλύτερη συμβατική εταιρεία σπόρων στον κόσμο που έχει κυριαρχήσει στην αγορά σπόρων καλαμποκιού στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930. Η Pioneer είναι πλέον θυγατρική της DuPont, μιας γιγαντιαίας εταιρείας χημικών και γενετικής μηχανικής και είναι ένα σαφές παράδειγμα της διαδικασίας ενοποίησης και συγκεντροποίησης του χώρου. Το 2004, ο πρώην πρόεδρος της Pioneer Richard McConnell, εκφραζόμενος με απόλυτη ειλικρίνεια απέναντι σε ένα ακροατήριο της διεθνούς βιομηχανίας σπόρων, είπε ότι ήρθε η ώρα της εξασφάλισης "ισότιμων όρων ανταγωνισμού" και της παραχώρησης στις προστατευόμενες ποικιλίες με δικαιώματα δημιουργού "ισότιμης προστασίας ...σε σχέση με αυτή που έχουν οι βιοτεχνολογικές εφευρέσεις που προστατεύονται με πατέντες χρησιμότητας". Ήταν επίσης πολύ σαφής σχετικά με την πορεία προς αυτόν τον στόχο: "οι επικεφαλής της βιομηχανίας πρέπει να εντοπίσουν και να κάνουν τα βήματα για την επίτευξη αυτής της επιθυμητής κατάστασης". [12]
Για την αμερικανική βιομηχανία σπόρων οι δηλώσεις αυτές δεν ήταν πολύ αμφιλεγόμενες. Η Ένωση Βιομηχανικής Παραγωγής Σπόρων των ΗΠΑ (American Seed Trade Association) γρήγορα υιοθέτησε ως δική της τις περισσότερες από τις προτάσεις της Pioneer. [13] Όμως, πολλοί Ευρωπαίοι αρχικά σοκαρίστηκαν, κυρίως επειδή ο McConnell αμφισβήτησε ανοιχτά αυτό που οι συμβατικοί βελτιωτές φυτών θεωρούν ως τον σκληρό πυρήνα του συστήματος της UPOV: την ελεύθερη πρόσβαση στις προστατευόμενες ποικιλίες για περαιτέρω αναπαραγωγή (βελτίωση). Πρότεινε συγκεκριμένα να μην επιτραπεί στους βελτιωτές να χρησιμοποιούν στα ερευνητικά τους προγράμματα καμία ποικιλία προστατευόμενη με δικαιώματα δημιουργού, πριν αυτή κυκλοφορήσει στην αγορά για περίοδο δέκα ετών. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ήταν οι πιο πρόθυμοι απ 'όλους στο να υπονομεύσουν κι άλλο το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του δημιουργού δικαιωμάτων της UPOV: το δικαίωμα καλλιεργητή να αποθηκεύει και να επαναχρησιμοποιεί τους προστατευόμενους σπόρους που συγκομίζονται από δικές του καλλιέργειες. Οι επιθέσεις των εκπροσώπων της European Seed Association (Ευρωπαϊκή Ένωση Σπόρων), ενάντια στους ισχύοντες κανόνες είναι σταδιακά ολοένα και ισχυρότερες και τώρα διεκδικούν την πλήρη εξάλειψη της ρήτρας για το παραπάνω δικαίωμα του αγρότη. [14] (βλέπε Πίνακα 1)
Πίνακας 1. Σταδιακη εξέλιξη της UPOV
UPOV 1961/1978 |
UPOV 1991 |
Επόμενη UPOV; |
|
Είδη προς προστασία |
Προαιρετικά, τουλάχιστον 24 οποιαδήποτε φυτικά είδη |
Όλες οι φυτικές ποικιλίες |
Πρέπει να καλύπτει όλες οι φυτικές ποικιλίες |
Προστατευόμενες Χρήσεις |
Υλικό αναπαραγωγής |
Οποιοδήποτε φυτικό υλικό, προαιρετικά τα προϊόντα της συγκομιδής |
Οποιοδήποτε φυτικό υλικό και όλα τα προϊόντα της συγκομιδής |
Διάρκεια του δικαιώματος του δημιουργού |
15–18 χρόνια |
20–25 χρόνια |
25–30 χρόνια |
Ίδια χρήση για βελτίωση φυτών |
Επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις |
Επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά δεν θα επεκταθεί σε νέα δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών σε "ουσιαστικά παράγωγες ποικιλίες" |
Απαγορεύεται μέχρι 10 χρόνια μετά την εμφάνισή της στην αγορά και από εκεί και πέρα μόνο με την εγγραφή της πράξης καταχώρησης και την καταβολή δικαιωμάτων στον δημιουργό |
Χρήση του αποθηκευμένου σπόρου |
Επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις |
Επιτρέπεται μόνο ως προαιρετική εξαίρεση και μόνο έχοντας πληρώσει δικαιώματα για το σπόρο |
Απαγορεύεται σε όλες τις περιπτώσεις |
Διαδικασία Αίτησης |
Διαφορετική σε κάθε χώρα |
Διαφορετική σε κάθε χώρα |
Ένα είδος αίτησης διεθνώς για όλες τις χώρες |
Διπλή προστασία (UPOV + πατέντες) |
Απαγορευμένη |
Επιτρεπόμενη |
Επιτρεπόμενη |
Μετά από δύο χρόνια αρκετά έντονων συζητήσεων, τώρα φαίνεται να εμφανίζεται κάποια συναίνεση στη βιομηχανία σπόρων. Εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές στις λεπτομέρειες, ιδίως όσον αφορά στην πρόσβαση για μεταγενέστερη γενετική βελτίωση (αναπαραγωγή), αλλά φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι είναι μάλλον πρόθυμοι να περιορίσουν αρκετά αυτήν την πρόσβαση σε αντάλλαγμα για την κατάργηση του δικαιώματος των αγροτών στην αποθήκευση και επαναχρησιμοποίηση προστατευόμενων σπόρων που συγκομίζονται από τις δικές τους καλλιέργειες. [15] Εκτός από αυτά τα δύο κεντρικά ζητήματα, υπάρχει ήδη συμφωνία για διάφορες άλλες τροποποιήσεις που θα προταθούν. Τα παρακάτω είναι η εικόνα που έχει σχηματίσει το Grain για το ποια θα είναι κατά πάσα πιθανότητα τα κύρια χαρακτηριστικά της επόμενης αναθεώρησης της σύμβασης της UPOV, υπό τον όρο ότι η βιομηχανία σπόρων πετύχει τον στόχο της «επιθυμητής κατάστασης».
• «Σπόροι φυλασσόμενοι στο αγρόκτημα». Η φύλαξη σπόρων των προστατευομένων ποικιλιών κατά πάσα πιθανότητα θα απαγορευθεί πλήρως. Όπως και στην περίπτωση της πατέντας, τα δικαιώματα του δημιουργού φυτικών ποικιλιών θα του δώσουν απεριόριστα δικαιώματα για όλες τις χρήσεις της προστατευόμενης ποικιλίας. Η επιλογή που έχουν τώρα οι κυβερνήσεις να επιτρέπουν στους αγρότες τη φύλαξη και την επαναχρησιμοποίηση προστατευόμενων σπόρων, συγκομισμένων από τις δικές τους καλλιέργειες, δεν θα υπάρχει, ακόμα και ως εξαίρεση σε εθνικό επίπεδο. Θεωρητικά, οι αγρότες θα εξακολουθούν να έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αποκτήσουν άδειες από τους ιδιοκτήτες της προστατευόμενης ποικιλίας, όπως ακριβώς το επιτρέπει και η νομοθεσία για τις πατέντες. Στην πράξη, ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο ότι οι εταιρείες σπόρων να παραιτηθούν από το δικαίωμα που έχουν αποκτήσει να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους όλους τους σπαρμένους σπόρους και έτσι να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. (Βλέπε επίσης και τον Πίνακα 1, σχετικά με τη συνολική αξία των προστατευόμενων σπόρων που έχουν φυλαχτεί από τη συγκομιδή από τους αγρότες).
Αν η βιομηχανία σπόρων αποτύχει να πείσει τις κυβερνήσεις να απαγορεύσουν εντελώς στους αγρότες την αποταμίευση (φύλαξη) και την επαναχρησιμοποίηση σπόρων που συγκομίζονται από τις δικές τους καλλιέργειες, η άλλη επιλογή είναι να καταφέρει οι κυβερνήσεις να αναλάβουν την ευθύνη για την είσπραξη των δικαιωμάτων και να ποινικοποιηθεί η μη πληρωμή τους. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, οι εταιρείες παραγωγής σπόρων ασκούν ήδη πιέσεις στις κυβερνήσεις για να ενισχύσουν την εθνική νομοθεσία, με σκοπό την υποχρεωτική πληρωμή για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας (βλέπε Πίνακα 2).
• Πρόσβαση για σκοπούς γενετικής βελτίωσης (αναπαραγωγής). Το δικαίωμα που εξακολουθούν να έχουν οι βελτιωτές φυτών στην ελεύθερη πρόσβαση σε υλικό που προστατεύεται από τα δικαιώματα του δημιουργού, πιθανότατα θα σταματήσει να υφίσταται. Αρχικά, θα υπάρξει μια περίοδος δέκα ετών, κατά την οποία δεν θα επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της προστατευόμενης ποικιλίας για λόγους αναπαραγωγής, όπως ακριβώς συμβαίνει με μία πατέντα. Μετά την περίοδο αυτή, θα υπάρχει ένα περιορισμένο δικαίωμα πρόσβασης, παρόμοιο με αυτό που στις πατέντες είναι γνωστό ως υποχρεωτική άδεια. Κάθε πρόσβαση θα πρέπει να καταγράφεται και θα πρέπει να καταβάλλονται δικαιώματα στον κάτοχο της προστατευόμενης ποικιλίας. Επί του παρόντος, κάθε βελτιωτής μπορεί να αγοράσει σπόρους του εμπορίου από μία προστατευόμενη ποικιλία και να τους χρησιμοποιήσει σε ένα πρόγραμμα βελτίωσης φυτών χωρίς καν να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη της ποικιλίας. Αυτό πλέον δε θα επιτρέπεται.
• Σύστημα αποθήκευσης σπόρων. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των περιορισμών στην πρόσβαση, θα δημιουργηθεί ένα σύστημα αποθήκευσης σπόρων, στο οποίο οι ιδιοκτήτες των προστατευόμενων ποικιλιών θα δίνουν δείγματα από την παραγωγή τους, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις πατέντες. Για τους σκοπούς της περαιτέρω αναπαραγωγής (βελτίωσης φυτών) θα επιτρέπεται η χρήση σπόρων που αποκτήθηκαν νομίμως με αυτό το σύστημα αποθήκευσης σπόρων, σύμφωνα με μια τυπική διαδικασία, με την υπογραφή μιας συμφωνίας (συμβολαίου αδειοδότησης).
• Καλύπτονται όλα τα προϊόντα. Τα δικαιώματα για την προστατευόμενη φυτική ποικιλία θα επεκταθούν έτσι ώστε να καλύπτουν όλα τα μεταποιημένα προϊόντα από την ποικιλία. Ο δημιουργός ή ο ιδιοκτήτης της ποικιλίας θα μπορεί να απαιτήσει την καταβολή ενός ποσοστού (δικαιώματος) στον τελικό καταναλωτή, π.χ. στον τομέα της ζυθοποιίας ή σε αυτόν της αρτοποιίας ή σε κάποιον άλλον τομέα, εάν δεν το έχει ήδη καταβάλλει ο καλλιεργητής. Αυτή είναι σήμερα η επιλογή που μπορεί να υλοποιηθεί μέσω των εθνικών νομοθεσιών για τα δικαιώματα των βελτιωτών φυτικών ποικιλιών.
• Διεθνές σύστημα αιτήσεων. Θα υπάρχει ένα ενιαίο διεθνές σύστημα για την υποβολή αιτήσεων για απόκτηση δικαιωμάτων δημιουργού και θα πρέπει να ισχύει σε όλες τις χώρες μέλη της UPOV. Σήμερα, ήδη υπάρχει ένα παρόμοιο σύστημα για τις αιτήσεις για πατέντες, η Συνθήκη Συνεργασίας για τις Πατέντες (PCT τα αρχικά στα αγγλικά), το οποίο διαχειρίζεται ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO). [16]
• Μακροπρόθεσμη διάρκεια του δικαιώματος δημιουργού. Είναι πιθανό ότι η διάρκεια θα αυξηθεί τουλάχιστον στα 25-30 χρόνια, διάρκεια που ήδη διέπει τη νομοθεσία για τα δικαιώματα των δημιουργών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βιομηχανία σπόρων έχει ήδη αρχίσει να διαμαρτύρεται ότι η διάρκεια αυτή είναι πολύ μικρή για ορισμένες καλλιέργειες. [17]
• Αυστηρότερα κριτήρια για τις ουσιαστικά παράγωγες ποικιλίες. Η βιομηχανία σπόρων διεκδικεί, σε γενικές γραμμές, πιο αυστηρά δικαιώματα για τις ουσιαστικά παράγωγες ποικιλίες και την αυστηρή και αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών, και πιο συγκεκριμένα, να αντιστρέψει την ευθύνη της απόδειξης, δηλαδή ο υποτιθέμενα παράνομος βελτιωτής μιας ουσιαστικά παράγωγης ποικιλίας να είναι αυτός που θα πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του, αντί να είναι αυτός που τον κατηγορεί αυτός που θα πρέπει να αποδείξει την ενοχή του. [18]
Πίνακας 2 Επιβάλλοντας την είσπραξη δικαιωμάτων εκμετάλλευσης για σπόρους φυλασσόμενους από τους αγρότες Παρόλο που, σε βάθος χρόνου, η στρατηγική της βιομηχανίας σπόρων στοχεύει σε μία ολική απαγόρευση της αγροτικής πρακτικής της φύλαξης σπόρων, η συμπληρωματική της στρατηγική συνίσταται στον όρο “επιβολή”. Πρακτικά, περιορίζεται στο να διασφαλίσει την αποπληρωμή των δικαιωμάτων. Στα πρακτικά της UPOV, του 1991, παραχωρεί στους βελτιωτές φυτών το δικαίωμα να διεκδικήσουν την πληρωμή δικαιωμάτων από τους αγρότες για τους φυλασσόμενους σπόρους, ωστόσο χωρίς να συγκεκριμενοποιεί το πώς θα πραγματοποιηθεί αυτή ή πληρωμή. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, παρέμεινε στα χέρια της βιομηχανίας η οργάνωση της συγκεκριμένης αποπληρωμής, δια μέσω συμβατικών συμφωνιών. Σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Δημοκρατία της Τσεχίας και η Σουηδία, η βιομηχανία σπόρων δημιούργησε ιδιωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι εισπράττουν άμεσα τα δικαιώματα από τους αγρότες και/ή από τις εταιρείες καθαρισμού κόκκων και σπόρων, μέσω συμφωνιών με γεωργικές επαγγελματικές οργανώσεις.[1] Στη Γαλλία ισχύει από το 2001 ένα ιδιωτικό σύστημα –εγκεκριμένο και υποστηριζόμενο από την κυβέρνηση- "εθελοντικών υποχρεωτικών συνεισφορών” [2], που ισχύουν για όλο το σιτάρι που προορίζεται για ψωμί και που παραδίδεται στους συλλέκτες σπόρων (grain elevators), ανεξάρτητα από το σπόρο που έχει χρησιμοποιηθεί. Αυτός ο “φόρος του σπόρου”, επιστρέφεται εν μέρει στους αγρότες οι οποίοι αγόρασαν πιστοποιημένο σπόρο, σε αντίθεση με εκείνους οι οποίοι χρησιμοποιούν αποθηκευμένο σπόρο και στους οποίους δεν επιστρέφεται τίποτα. Το 85% του συγκεντρωμένου χρήματος, πηγαίνει άμεσα στη βιομηχανία σπόρων, με προφανή σκοπό τη χρηματοδότηση της έρευνας. Αν και αυτό είναι υπό συζήτηση, αυτό το σύστημα ίσως να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το φάσμα των καλλιεργειών και σε όλους τους αγρότες, όταν η Γαλλία θέση σε ισχύ τα πρακτικά του 1991 της UPOV. Στην Αυστραλία χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο τα επονομαζόμενα End Point Royalties (EPR), τα οποία είναι δικαιώματα που χρεώνονται στον τελικό καταναλωτή. Όπως στη Γαλλία, αυτά τα δικαιώματα συλλέγονται από τους αγοραστές σπόρων, αλλά σε αντίθεση με το γαλλικό σύστημα, συνήθως αντικαθιστούν ολοκληρωτικά τα συνήθη δικαιώματα για τους σπόρους, δηλαδή εφαρμόζονται οι ίδιοι κανόνες τόσο για τον πιστοποιημένο σπόρο όσο και για τον φυλασσόμενο (αποθηκευμένο) από τον αγρότη σπόρο.[4] Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι αρκετό για τη βιομηχανία σπόρων. Υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σπόρων (ESA), βάζει μπροστά μια ολοένα και πιο επιθετική εκστρατεία απαιτώντας μια πιο αυστηρή “συμμόρφωση”. Διαμαρτύρονται για το ότι ακόμη υπάρχουν χώρες –ακόμη και στην Ευρώπη- που δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν σε μία συμφωνία για το σύστημα συλλογής δικαιωμάτων. Ενώ όπου έχουν συμφωνίες, διαμαρτύρονται ότι δεν είναι αρκετά αποτελεσματικές και ότι δεν εφαρμόζονται σε όλες τις καλλιέργειες. Είναι αναστατωμένοι, διότι η νομιμότητα των συστημάτων τους, της αποπληρωμής έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Γερμανοί αγρότες έχουν προχωρήσει σε διάφορες μηνύσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ένας ιδιωτικός οργανισμός αποπληρωμής δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει πληροφορίες από τους αγρότες ή από τις εταιρείες μεταποίησης σπόρων, εκτός εάν έχει αποδείξεις ότι πράγματι διατηρούνε στις εγκαταστάσεις τους σπόρους προστατευόμενων ποικιλιών.[5] Το γαλλικό σύστημα επίσης έχει μηνυθεί σε διάφορες περιπτώσεις, πολλές εκ των οποίων δεν έχουν επιλυθεί ακόμη. Εκείνο το οποίο προτείνει η ESA, είναι ότι οι κυβερνήσεις θα όφειλαν να αναλάβουν την ευθύνη αποπληρωμής των δικαιωμάτων καθώς και την ποινικοποίηση της μη αποπληρωμής τους. Όχι μόνο θα όφειλαν να τους κατοχυρώσουν το νομικό δικαίωμα των βελτιωτών ώστε να απαιτήσουν πληροφορίες από τους γεωργούς σχετικά με το σπόρο που χρησιμοποιούν, αλλά επίσης θα όφειλαν να αναθέσουν σε “επίσημες υπηρεσίες επιθεώρησης τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων” και “να κάνουν χρήση των εθνικών οργανισμών πιστοποίησης, ώστε να ανακτήσουν δεδομένα σχετικά με τη χρήση φυλασσόμενων, από τους γεωργούς, σπόρων ”. [6] Και μιας και βρίσκονται σε αυτό, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να τροποποιήσουν τη νομοθεσία, με τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθούν οι φόροι για τα δικαιώματα. Παρόλο που αυτές οι απαιτήσεις απευθύνονται στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η SIF ήδη αιτήθηκε στην UPOV να εξετάσει όλες τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες περί δικαιωμάτων κατόχων και “να προτείνει κατάλληλα νομικά μέτρα για την αποτελεσματική συμμόρφωση των κατόχων”, απειλώντας ότι με διαφορετικό τρόπο οι βελτιωτές θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν το σύστημα της UPOV και ότι θα αναζητήσουν “άλλους νομικούς μηχανισμούς για την προστασία της πνευματικής τους ιδιοκτησίας.”[8] Αν και εκπλήσσει με μια πρώτη ματιά, η βορειοαμερικανική βιομηχανία σπόρων έχει κινηθεί πολύ λιγότερο σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα του κατόχου, ακόμη επιτρέπουν τη χρήση φυλασσόμενου σπόρου σε όλες τις καλλιέργειες, χωρίς κανένα κόστος καταβολής δικαιωμάτων. Η εξήγηση είναι ότι η βορειοαμερικανική βιομηχανία σπόρων έχει καταφέρει να εξαλείψει, με άλλους τρόπους, το φυλασσόμενο από τον αγρότη σπόρο και κατ’ επέκταση τη χρήση του στο μεγαλύτερο μέρος των κυρίων καλλιεργειών των ΗΠΑ: στην περίπτωση του καλαμποκιού μέσω υβριδικών σπόρων που επιβλήθηκαν και κυριάρχησαν ολοκληρωτικά στην αγορά ήδη από τη δεκαετία του 1960: και στην περίπτωση του καλαμποκιού, της σόγιας και του βαμβακιού (κυρίως μεταλλαγμένες ποικιλίες, αλλά όχι αποκλειστικά) δια μέσω της συνδυασμένης εφαρμογής πατέντων και συμβολαίων τύπου “seed wrap licenses” με τους γεωργούς. Η μοναδική σημαντική καλλιέργεια που είναι απαλλαγμένη από υβριδικές ποικιλίες, πατέντες ή συμβόλαια είναι το σιτάρι, μιας και στην αγορά σίτου, οι ποικιλίες οι οποίες προέρχονται από δημόσιους οργανισμούς αντιπροσωπεύουν τα 2/3 της αγοράς, κάτι για το οποίο το ιδιωτικό συμφέρον είναι ακόμη ελάχιστο.[9] [1] Για μία εισαγωγή στο σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου, βλ. http://www.fairplay.org.uk/site/index.html |
Υπάρχει μέλλον για την προστασία των φυτικών ποικιλιών;
Αν τα δικαιώματα των δημιουργών φυτικών ποικιλιών της UPOV αναθεωρούνται μέχρι το σημείο που να καθίστανται σχεδόν δυσδιάκριτα σε σχέση με μια βιομηχανική πατέντα, τι νόημα έχει τότε η διατήρηση ενός ξεχωριστού συστήματος; Μήπως απλά θα εξαφανιστεί ή θα συγχωνευθεί με το σύστημα για τις πατέντες; Προφανώς κάποιοι πιστεύουν, ή επιθυμούν, ότι έτσι θα γίνει.
Δύο εμπειρογνώμονες των ΗΠΑ περί της πνευματικής ιδιοκτησίας που εφαρμόζεται σε φυτά, υποστηρίζουν σε ένα πρόσφατο έγγραφο ότι τα δικαιώματα των δημιουργών είναι ήδη ένα παρωχημένο σύστημα που θα πρέπει να ταφεί, ή τουλάχιστον να επανασχεδιαστεί πλήρως από τα θεμέλιά του. [19] Ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας τους βασίζεται στην ιδέα ότι οι φυτικές ποικιλίες έπαψαν να είναι μία κατηγορία που έχει νόημα στην εποχή της γενετικής μηχανικής και ότι αυτές θα φτάσουν να υποβαθμιστούν στο ρόλο του πακέτου κατανομής των γενετικών γνωρισμάτων, τα οποία θα επιτυγχάνονται μέσω της γενετικής μηχανικής, πράγμα που θα είναι το μόνο που θα δικαιολογεί δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και την επακόλουθη προστασία τους. Αυτό είναι μία γελοία υπερβολή για την προστιθέμενη αξία που υποτίθεται ότι προσθέτουν ένα ή δύο γονίδια σε μια ποικιλία που έχει μια εξελικτική ιστορία εκατοντάδων ή χιλιάδων χρόνων, και όπως και πολλές άλλες προβλέψεις του κλάδου της βιομηχανίας της βιοτεχνολογίας ή των «επιστήμων της ζωής» είναι εκ των πραγμάτων αποδεδειγμένα εσφαλμένη. Οι φυτικές ποικιλίες είναι μια προβληματική αντίληψη για άλλους λόγους-κυρίως επειδή τεχνητά σταματά την εξέλιξη σε ένα αυθαίρετο σημείο «σταθερότητας»- αλλά υπάρχουν πιο σοβαροί λόγοι για να πιστεύουμε ότι απειλούνται με εξαφάνιση.
Υπάρχει ένας πολύ απλός λόγος για τον οποίο η βιομηχανία σπόρων, σχεδόν με βεβαιότητα θα θελήσει να διατηρήσει το σύστημα δικαιωμάτων του δημιουργού, και αυτός είναι ο χαρακτήρας της "αντικειμενικής" αντί για "μελλοντικής" (αναμενόμενης) προστασίας[20], δηλαδή, ότι στο πλαίσιο της UPOV πάντα θα μπορεί κανείς να αποκτήσει δικαιώματα δημιουργίας μιας ποικιλίας, είτε πρόκειται για βελτίωση είτε όχι. Το μόνο που πρέπει να αποδείξει είναι ότι είναι επαρκώς καινούργια, ξεχωριστή, ομοιογενής και σταθερή. Δεν απαιτείται να αποδείξει την «εφευρετική δραστηριότητα» της ή τη «μελλοντική χρησιμότητα» της, όπως συμβαίνει με τις πατέντες. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την UPOV του 1991, εξακολουθεί να είναι δυνατή η καταχώρηση μιας αίτησης για δικαιώματα για μια απλή ανακάλυψη, με την προϋπόθεση έχει λάβει χώρα κάποια ελάχιστη ανάπτυξη. Όμως τα περισσότερα από τα φυτά που είναι καταγεγραμμένα στο μητρώο των αιτήσεων μάλλον δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια για τη χορήγηση προστασίας σε πατέντα. Συνεπώς, δεδομένου ότι η επόμενη αναθεώρηση της UPOV θα δώσει σχεδόν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με αυτά των πατεντών, αλλά χωρίς τις αυστηρές απαιτήσεις τους, δεν μας μένει τίποτα άλλο από το να συμπεράνουμε ότι η βιομηχανία σπόρων θα πρέπει να είναι τρελή για να ξεφορτωθεί τα δικαιώματα του δημιουργού.
Ένας άλλος καθοριστικός λόγος για να συνεχίσει η βιομηχανία σπόρων να είναι προσκολλημένη στην UPOV είναι ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είναι πιθανόν να συνεχίσουν να αντιτίθενται στη χορήγηση πατεντών για τα φυτά, παρά το γεγονός ότι εφαρμόζονται διμερείς πιέσεις μέσω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου για να τις δεχτούν και να τις εφαρμόσουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα σύστημα χορήγησης δικαιωμάτων παρόμοιο με αυτό για τις πατέντες είναι μια εναλλακτική λύση που θα προστατεύσει το μονοπώλιο στα χέρια της βιομηχανίας σπόρων.
Αλλά πάνω απ 'όλα, είναι εντελώς λάθος να πιστεύουμε ότι αυτή η συζήτηση για τη χορήγηση δικαιωμάτων δημιουργού και πατεντών είναι διλημματική, και πως έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ της μίας ή της άλλης επιλογής. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κλάδοι της βιομηχανίας σπόρων επιμένουν ακόμη να παρουσιάζουν την UPOV ως τον «καλό αστυνομικό» σε αντίθεση με τις πατέντες που είναι ο «κακός αστυνομικός», σε αυτό το σημείο και θα έπρεπε να είναι περισσότερο από προφανές ότι οι δύο αστυνομικοί, όπως στις ταινίες, στην πραγματικότητα δουλεύουν μαζί. Τα δικαιώματα και οι πατέντες είναι συμπληρωματικά, δεν αλληλοαναιρούνται. Στις ΗΠΑ, καθώς και στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, στην Αυστραλία, καθώς και σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, μια φυτική ποικιλία μπορεί να προστατεύεται ταυτόχρονα και με δικαιώματα και με πατέντα. Στην Ευρώπη δεν επιτρέπεται η κατοχύρωση φυτικών ποικιλιών με πατέντα, αλλά αυτή η απαγόρευση παρακάμπτεται εύκολα και συστηματικά με τη χορήγηση δικαιωμάτων σε μία ποικιλία και τη χορήγηση πατέντας, για παράδειγμα, σε "ένα φυτό του είδους x στο οποίο προστέθηκε το γονίδιο y".
Όμως αυτή η συμπληρωματικότητα δεν εξαντλείται ούτε στη διπλή προστασία. Μια καλά ενημερωμένη πηγή, λέει, με μεγάλη υπερηφάνεια, ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες, σήμερα είναι θεωρητικά δυνατό να εφαρμοστούν μέχρι και επτά διαφορετικοί μορφές νομικής προστασίας για την ίδια ποικιλία των φυτών, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας: δικαιώματα του δημιουργού με τον ομοσπονδιακό νόμο, πατέντα χρησιμότητας, πατέντα για τα φυτά στο πλαίσιο του νόμου περί πατεντών για τα φυτά (στην περίπτωση της ασεξουαλικής αναπαραγωγής των φυτών), καθώς και μία καταχώρηση βιομηχανικού σχεδίου στο πλαίσιο των διαφόρων νόμων του κράτους: προστασία των μονοπωλιακών δικαιωμάτων συμβάσεων (του είδους που αναγράφεται στις ετικέτες στη συσκευασία των σπόρων σε σακουλάκια – και τις οποίες ο αγρότης υπογράφει κατά τη στιγμή της αγοράς), προστασία των εμπορικών μυστικών και προστασία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. [21] Αν και αυτό ακόμα δεν υπάρχει σε πολλές άλλες χώρες, η τάση είναι χωρίς αμφιβολία παγκόσμια. Είναι δύσκολο να διακρίνουμε οποιαδήποτε άλλη κατευθυντήρια αρχή στις νομικές στρατηγικές της βιομηχανίας σπόρων, εκτός από το «να πάρουν ό,τι μπορούν να αρπάξουν», μια στάση ευρέως γνωστή εδώ και δεκαετίες, από τη λειτουργία των μεγάλων χημικών και φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Όπως φαίνεται από μερικές πρόσφατες περιπτώσεις (βλέπε Πίνακα 3), είναι το ίδιο εφευρετικοί όσο και αδίστακτοι. Οποιαδήποτε αίσθηση "ισορροπίας" μεταξύ των δικαιωμάτων των βελτιωτών φυτών και των δικαιωμάτων των αγροτών, ή της κοινωνίας στο σύνολό της, κάνει αισθητή την απουσία της.
Κλέβοντας τους αγρότες και καταπνίγοντας την καινοτομία
Ποιές θα ήταν οι συνέπειες εάν οι εταιρείες σπόρων κατάφερναν για άλλη μία φορά να επιβάλλουν την ατζέντα τους για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις κυβερνήσεις των χωρών μελών της UPOV; Οι άμεσες συνέπειες είναι εμφανείς. Η απαγόρευση της φύλαξης του προστατευόμενου σπόρου αντιπροσωπεύει μία τεράστιας αξίας μεταβίβαση από τον αγρότη στις εταιρείες. Θα ήταν ιδιαιτέρως καταστρεπτικό διότι θα ήταν η πρώτη φορά που μία αλλαγή των κανόνων για τα δικαιώματα του κατόχου φυτικών ποικιλιών θα επηρέαζε αμεσότατα ευρεία τμήματα αγροτών των αναπτυσσόμενων χωρών και φτωχών οικονομιών σε μεταβατικό στάδιο. Σημαίνει την ποινικοποίηση ενός σημαντικού συστατικού του βιοπορισμού των αγροτών και της κουλτούρας τους – όχι μονάχα στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α, αλλά και σε τόπους όπως η Βολιβία, η Μολδαβία, το Ουζμπεκιστάν και το Βιετνάμ- με μοναδικό κίνητρο την αύξηση των κερδών πολυεθνικών εταιρειών όπως η DuPont, η Bayer, η Syngenta και η Monsanto.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες, ίσως να μπορούν να εξασκήσουν μία επιρροή “εξισορρόπησης” στην UPOV, στο βαθμό που αυξάνει ο αριθμός των χωρών που προσχωρούν στη συμφωνία και στο συγκεκριμένο φορέα. Ωστόσο, χωρίς αμφιβολία, η βιομηχανία σπόρων θα κάνει το παν ώστε να μπλοκάρει τη συγκεκριμένη επιρροή. Αξίζει να αναφερθεί ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα σε ένα σεμινάριο για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο Συνέδριο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σπόρων (International Seed Federation - ISF), τον Ιούνιο του 2006, όπου ένας από τους πολύ λίγους εκπροσώπους αναπτυσσόμενων κρατών, μιλώντας ως εκπρόσωπος της Ένωσης Εμπορίας Σπόρων της Κένυας (Seed Trade Association of Kenya), στην παρέμβασή του τοποθετήθηκε σχετικά με την σημασία που έχει, για τις αναπτυσσόμενες χώρες, το δικαίωμα του γεωργού στη φύλαξη σπόρων, ενώ δήλωσε ότι η Διεθνής Ομοσπονδία Σπόρων αναγνωρίζει και στηρίζει αυτό το δικαίωμα. Ωστόσο ο Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σπόρων επενέβη αιφνιδιαστικά και τον ανακάλεσε στην τάξη, δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο ήταν εντελώς απορριπτέο ως ενδεχόμενο.
Οι μακροχρόνιες συνέπειες είναι εξίσου σοβαρές και ακόμη πιο βλαβερές. Η ιστορία της βιομηχανίας σπόρων μας προσφέρει ένα διδακτικό παράδειγμα, του σε ποιο βαθμό η ολοένα και μεγαλύτερη προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων έχει καταστεί στην πραγματικότητα ένα φράγμα παρά ένα κίνητρο καινοτομίας και ανάπτυξης. Οι μεγάλες πρόοδοι σε επιδόσεις και αντιστάσεις κατά το 20ο αιώνα, συνέβησαν προτού οι βελτιωτές φυτών αποκτήσουν προστασία πάνω στα πνευματικά δικαιώματα, όταν δηλαδή η ανάπτυξη καινούργιων ποικιλιών πραγματοποιήθηκε –στο μεγαλύτερο μέρος της- στο δημόσιο τομέα. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι πρόοδοι υπήρξαν κατ’ ουσία το αποτέλεσμα, εξαιρετικό και ανεπανάληπτο, της επιλογής και του συνδυασμού των καλύτερων χαρακτηριστικών από χιλιάδες αγροτικές ποικιλίες, επιλεγμένων τοπικά κατά τη διάρκεια αιώνων. Υπήρξαν περισσότερο ένα απροσδόκητο τυχαίο γεγονός, παρά το αποτέλεσμα μιας υπομονετικής και συστηματικής έρευνας.
Από τότε η επιστημονική βελτίωση φυτών δεν έχει επιφέρει αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Έχει αποδειχθεί ότι έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις αγροτών, στις οποίες με μία απλή επιλογή σπόρων δικιάς τους συγκομιδής, κατάφεραν να φτάσουν –ακόμη και να ξεπεράσουν- την επίδοση των υπάρχοντων εμπορικών ποικιλιών. Η βιομηχανία σπόρων έχει κάθε λόγο να φοβάται τον ανταγωνισμό των αποθηκευμένων από τους αγρότες σπόρων, όχι γιατί αυτή η πρακτική συνιστά απειλή για την καινοτομία –όπως υποστηρίζει η βιομηχανία-, αλλά γιατί εκθέτει την ανεπάρκεια της καινοτομίας τους. Η εμπορική βελτίωση καθίσταται ολοένα και πιο ξένη και άσχετη σε σχέση με τις πραγματικές ανησυχίες του γεωργικού κόσμου. Η επικέντρωση της σε μη βιώσιμους χαρακτήρες που προέρχονται από ένα μόνο γονίδιο –στην καλύτερη των περιπτώσεων- και σε γενετικά πειράματα, επικίνδυνα στη χειρότερη των περιπτώσεων, απειλεί να αφήσει τη γεωργία σε πολύ άσχημη κατάσταση και ανεπαρκώς προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις στο εγγύς μέλλον, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη απελευθέρωσης μας από τη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Όπως και σε πολλές άλλες μη αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, η διαρκής και σταθερή ενίσχυση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχει καταστεί η κύρια άμυνα της βιομηχανίας σπόρων ενάντια στον ανταγωνισμό. [22] Αυτή η διαδικασία έχει φτάσει τόσο μακριά, ώστε ακόμη και οι πιο συμβατικοί αναλυτές έχουν αρχίσει να προειδοποιούν πως η βιομηχανία σπόρων περιορίζει την έρευνα και την ανάπτυξη. Δεδομένης της ανικανότητάς της να παράγει αξία μέσω της καινοτομίας, η βιομηχανία σπόρων προσπαθεί να υφαρπάξει από τους γεωργούς το τελευταίο απομένον κομμάτι της αγοράς σπόρων, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθεί να αυξήσει τα έσοδά της από τις υφιστάμενες ποικιλίες, εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αυτές για ερευνητικούς σκοπούς και εμποδίζοντας εσκεμμένα την πρόοδο της φυτικής βελτίωσης.
Πίνακας 3 "Ας πάρουμε ό,τι μπορούμε να αρπάξουμε" Η βιομηχανία σπόρων είναι πάντα στην επιφυλακή για νέους νομικούς μηχανισμούς για την ενίσχυση των μονοπωλίων τους, με την εξίσου σταθερή υποστήριξη των κυβερνήσεων. Παρακάτω παρουσιάζουμε μια σύντομη περίληψη πολλών πρόσφατων θεμάτων, μεγάλων και μικρών. Πατέντες για συμβατική αναπαραγωγή (βελτίωση φυτών). Τα γ.τ. φυτά δεν είναι τα μόνα που προστατεύονται από πατέντες. Στις ΗΠΑ έχουν παραχωρηθεί πάνω από 2.600 πατέντες σε μη γενετικά τροποποιημένα φυτά. [1] Στην Ευρώπη, μία περίπτωση στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Πατεντών θα κρίνει σύντομα αν θα επιτραπεί ή όχι η έκδοση πατεντών για τα φυτά που παράγονται από επιλογή που υποβοηθείται από (γενετικούς) δείκτες (MAS το ακρωνύμιο στα αγγλικά), δηλαδή συμβατική βελτίωση φυτών με μοριακούς δείκτες. Ενώ δύο μεγάλες βιομηχανίες σπόρων, οι Limagrain και Syngenta, έχουν εναντιωθεί σε μία από αυτές τις αιτήσεις για πατέντες, πολλοί πιστεύουν ότι αναμένεται να χάσουν την υπόθεση, δημιουργώντας έτσι ένα σαφές προηγούμενο για μπορούν στη συνέχεια οι ίδιες να χρησιμοποιούν πατέντες για παρόμοια προϊόντα. [2] Μονοπώλιο των μη προστατευόμενων γονικών σειρών υβριδικών ποικιλιών. Η ταυτότητα του γονικών σειρών των υβριδικών ποικιλιών συχνά διατηρείται με ζήλο ως εμπορικό μυστικό και, επομένως, μη προσβάσιμη για περαιτέρω σκοπούς αναπαραγωγής (βελτίωση φυτών). Συγκεκριμένα, οι εταιρείες βελτίωσης καλαμποκιού, διαμαρτύρονται τώρα για τους λεγόμενους "κυνηγούς ταυτότητας" (“self-hunters”) που αναγνωρίζουν αυτογονιμοποιούμενα φυτά σε κάθε μία από τις δύο γονικές σειρές στις καλλιέργειες καλαμποκιού, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για να αναδημιουργήσουν το υβρίδιο. Σε μια σακούλα με σπόρους υπάρχουν πάντα κάποιοι μεμονωμένοι σπόροι που είναι προϊόν υβριδοποίησης, αλλά έχουν την ίδια γενετική σύσταση με αυτήν των γονέων τους. Οι σπόροι είναι συχνά εύκολα αναγνωρίσιμοι επειδή έχουν πολύ διαφορετικά πρότυπα ανάπτυξης. Το "κυνήγι της ταυτότητας" είναι μια απολύτως νόμιμη πρακτική, δεδομένου ότι δεν υπάρχει προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας για τις γονικές γραμμές και επειδή βάζοντας αυτογονιμοποιημένους σπόρους σε σακούλες υβριδικών σπόρων γίνεται οικειοθελώς άρση του εμπορικού απορρήτου. Σε ένα πρόσφατο έγγραφο, ωστόσο, η οργάνωση της διεθνούς βιομηχανίας σπόρων υποστηρίζει ότι ο κάτοχος της υβριδικής ποικιλίας πρέπει να έχει το "ηθικό" δικαίωμα να εμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν αυτά τα φυτά . [3] "Μη εξαντλημένα δικαιώματα". Σε μια εκστρατεία ευρέως δημοσιευμένη, η Monsanto απαιτεί από τους ευρωπαίους εισαγωγείς φυτρών σόγιας από την Αργεντινή να καταβάλλουν δικαιώματα, επειδή στην Αργεντινή δεν είχαν καταβάλλει δικαιώματα για το σπόρο. Η νομική του βάση είναι υπό αμφισβήτηση, η Monsanto μπορεί να έχει βρει έναν τρόπο να επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό το πεδίο εφαρμογής των πατεντών. [4] Διμερείς πίεσεις στα άλλα μέλη της UPOV. Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαπραγματεύσεων σχετικά με θέματα κανονισμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε πιέσεις στην ιαπωνική κυβέρνηση ώστε αυτή να περιορίσει τη χρήση της παρέκκλισης(εξαίρεσης) για τους αγρότες, αν και αυτό είναι μια απόφαση που εναπόκειται αποκλειστικά σε κάθε συγκεκριμένο κράτος μέλος της UPOV. [5] Νόμοι για τους σπόρους. Ένα από τα παλαιότερα νομικά μέσα για τη στήριξη της βιομηχανίας σπόρων προς σπορά ενάντια στον ανταγωνισμό των σπόρων που φυλάσσονται από τους αγρότες είναι η νομοθεσία που απαγορεύει την πώληση πιστοποιημένων σπόρων ή / και σπόρων μη καταχωρημένων. Αυτό το είδος της νομοθεσίας εισέρχεται ή ενισχύεται σε διάφορα μέρη όπως η Τουρκία, το Αφγανιστάν, η Ινδία, πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, η περιοχή της Δυτικής Αφρικής και άλλα [6] Οι νόμοι για τους σπόρους γενικά θέτουν εκτός νόμου την πώληση οποιασδήποτε ποικιλίας δεν είναι διακριτή, ομοιογενής και σταθερή, δηλαδή, δηλαδή τα ίδια προαπαιτούμενα που θα πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση δικαιωμάτων δημιουργού ποικιλίας. Αποζημίωση σε περίπτωση καθυστέρησης έγκρισης μιας γενετικώς τροποποιημένης καλλιέργειας. Στην Ευρώπη, η διαδικασία έγκρισης των μεταλλαγμένων καλλιεργειών είναι μεγαλύτερη από ό, τι για τους συμβατικούς σπόρους, λόγω των περιβαλλοντικών κινδύνων και των κινδύνων που ενέχουν για την υγεία. Αυτό σημαίνει ότι η αποτελεσματική διάρκεια ζωής των πατεντών γίνεται μικρότερη. Οι οργανώσεις της βιομηχανίας σπόρων απαιτούν πλέον να τους χορηγηθεί, ως αποζημίωση, μια ειδική παράταση της διάρκειας των πατεντών, γνωστή ως συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας. [7] Συμβόλαια ανά σπορά. Μια γενετικά τροποποιημένη ποικιλία πατάτας για άμυλο, η οποία ανήκει στην πολυεθνική εταιρεία χημικών προϊόντων BASF, θα καλλιεργηθεί σύμφωνα με ένα νέο είδος συμβολαίου, βάσει του οποίου ο αγρότης δε θα φτάσει ποτέ να γίνει ιδιοκτήτης της καλλιέργειας. Το φυτικό υλικό της πατάτας – που η BASF ελπίζει ότι θα γίνει η πρώτη μεταλλαγμένη καλλιέργεια που θα εγκριθεί στην ΕΕ μετά το παρατεταμένο «μορατόριουμ»- θα μπορεί να πωληθεί μόνο σε παρασκευαστές αμύλου, οι οποίοι με τη σειρά τους θα υπογράψουν συμβόλαια σποράς με τους αγρότες. Οι αγρότες θα μπορούν να πωλούν μόνο την υπηρεσία της σποράς και της καλλιέργειας, όχι της συγκομιδής. [8] Η UPOV και οι πατέντες μέσω διμερών συμφωνιών. Η συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη του ΠΟΕ τη χορήγηση πατεντών ή δικαιωμάτων δημιουργού σε φυτικές ποικιλίες, μόνο κάποιον τύπο "αποτελεσματικού συστήματος sui generis». Όμως, πολλές πρόσφατες διμερείς εμπορικές συμφωνίες και συμφωνίες επενδύσεων έξω από τα πλαίσια του ΠΟΕ μεταξύ των βιομηχανοποιημένων και αναπτυσσόμενων χωρών, περιλαμβάνουν ρήτρες που απαιτούν τη χορήγηση πατεντών για τα φυτά ή την προσχώρησή τους στην UPOV, ή και τα δύο. [9] Για παράδειγμα, οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών (ΣΕΣ) που συμφωνήθηκαν πρόσφατα μεταξύ των ΗΠΑ και σχεδόν μια ντουζίνας χωρών της Λατινικής Αμερικής, απαιτούν από όλα τα μέρη να ενταχθούν στην UPOV και να καταβάλουν "όλες εκείνες τις εύλογες προσπάθειες" για να επιτραπεί η κατοχύρωση με πατέντες. [10] Οι ΣΕΣ διευκρινίζουν επίσης ότι αυτή η αλλαγή πολιτικής δεν θα αναστραφεί ποτέ. Οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών της ΕΕ με τη Σιγκαπούρη, το Μαρόκο και την Ιορδανία προχωρούν ακόμα περισσότερο και περιλαμβάνουν και πατέντες για ζώα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) έχουν επίσης προσπαθήσει να επιβάλλουν την προσχώρηση στην UPOV μέσω των διμερών συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών τους με χώρες του Νότου. [11] Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν προσχωρήσει στην UPOV τα τελευταία χρόνια το έχουν κάνει αναγκαζόμενες όχι από τον ΠΟΕ, αλλά από αυτές τις διμερείς συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών. Προστασία της γενετικής μηχανικής στην πρώτη τροπολογία. Σε μια παρουσίαση σε ένα σεμινάριο της διεθνούς βιομηχανίας σπόρων, ένας από τους βασικούς νομικούς συμβούλους της Pioneer Hi-Bred πρότεινε ότι η πρώτη τροποποίηση (του Συντάγματος των ΗΠΑ)- η ρήτρα του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης- θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιηθεί, αν η κυβέρνηση προσπαθήσει να περιορίσει το δικαίωμα των επιχειρήσεων γενετικής τεχνολογίας στην ανάπτυξη κάθε είδους βελτίωσης φυτών που αυτές επιθυμούν να κάνουν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ίσως να είχε απορριφθεί ως απλή φαντασίωση, αν δεν ήταν ο Edmund Sease ο ομιλητής, ο δικηγόρος που υπερασπίστηκε με επιτυχία την Pioneer Hi-Bred στην πρόσφατη υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία επιβεβαίωσε και ενίσχυσε τη νομιμότητα των πατεντών για κάθε ζωντανό οργανισμό. [12] [1] Sease (2006), βλ. λεπτομέρειες στην υποσημείωση 21. |
[1] Η UPOV είναι η Διεθνής Ένωση για την Προστασία των Ποικιλιών Φυτών. Ιστοσελίδα http://www.upov.int
[2] ADPIC (επίσης γνωστή ως TRIPS) είναι η συμφωνία σχετικά με τις Μορφές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας σχετιζόμενων με το Εμπόριο, η οποία υπήρξε μία από τις συμφωνίες που τέθηκαν σε ισχύ όταν δημιουργήθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου το 1994. Ιστοσελίδα http://www.wto.org
[3] Για μια πιο λεπτομερή αναφορά στα συμφέροντα και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν στης Συμφωνία της UPOV το 1961, βλ. Robin Pistorius και Jeroen van Wijk, The Exloitation of Plant Genetic Information, University of Amsterdam, 1999, ιδιαίτερα σελ. 44-51 και 77-85.
[4] Ποτέ δεν έχει αποδειχθεί ότι οι υβριδικές ποικιλίες είναι εγγενώς περισσότερο παραγωγικές. Πολλοί μελετητές αμφισβητούν αυτή την ιδέα, και υπάρχουν πηγές της βιομηχανίας σπόρων όπου αραιά και πού αναγνωρίζουν ότι ‘η προστασία των δικαιωμάτων του κατόχου’ στην πραγματικότητα είναι ένα καμουφλάρισμα. Βλέπε Grain. “Hybrid rice in China- A great yield forward?”, Seedling, Γενάρης του 2007. Διαθέσιμο στο http://www.grain.org/seedling/?id=455
[5] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την PPA, και γενικότερα σχετικά με την ιστορία των δικαιωμάτων περί πνευματικής ιδιοκτησίας στις Η.Π.Α, δείτε: Cary Fowler, Unnatural Selection. Technology, Politics, Law and the Rationalisation of Plant Evolution, University of Uppsal, 1993.
[6] Η ASSINSEL είναι η Διεθνής Ένωση Βελτιωτών για την Προστασία των Φυτικών Ποικιλιών. Ο συγκεκριμένος οργανισμός συγχωνεύθηκε το 2002 με την Διεθνή Ένωση Εμπορίου Σπόρων (FIS), δίνοντας θέση σε αυτό το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως Διεθνής Ομοσπονδία Σπόρων (ISF). Ιστοσελίδα http://www.worldseed.org
[7] Stephen A. Bent, “History and Portents for Intellectual Property Rights in Agricultural Innovation”, Patent Protection of Plant-Related Innovations: Facts and Issues, σεμινάριο της ISF, Κοπεγχάγη, 1-2 Ιουνίου 2006. Μπορείτε να παραγγείλετε το CD με τα ντοκουμέντα του σεμιναρίου γράφοντας στη γραμματεία του ISF στο isf@worldseed.org.
[8] Η AIPPI είναι η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Βιομηχανικής και Πνευματικής Ιδιοκτησίας, http://www.aippi.org
[9] Γνωστή ως sui generis τα συστήματα προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σχεδιασμένων για έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντος, και όχι γενικού χαρακτήρα όπως είναι οι πατέντες ή τα δικαιώματα του δημιουργού.
[10] Οι διάφορες εκδόσεις ή πρακτικά της Συμφωνίας UPOV μπορούν να διαβαστούν στο http://www.upov.int.
[11] Τα στοιχεία σχετικά με τα μέλη βρίσκονται στο τμήμα με τίτλο ‘Σχετικά με την UPOV’, http://www.upov.int.
[12] Richard L. McConnell, “Developing Genetic Resources for the Future – the Long Look”, Protection of Intellectual Property and Access to Plant Genetic Resources, Διεθνές σεμινάριο της ISF, Βερολίνο 27-28 Μαίου 2004. Μπορείτε να παραγγείλετε το CD με τα δεδομένα του σεμιναρίου γράφοντας στη γραμματεία του ISF στο isf@worldseed.org.
[13] American Seed Trade Association, Έγγραφο σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία σπόρων, 15 Ιουλίου 2004. Διαθέσιμο στο http://www.amseed.com/newsDetail.asp?id=97.
[15] Βλέπε για παράδειγμα Claude Grand, “Does the enforcement system meet the needs of the breeders?”, Enforcement of Plant Variety Rights in the Community, Seminar of the Community Plant Variety Office, Βρυξέλες, 4-5 Οκτωβρίου 2005. Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/ytn5d9 ή Judith Blokland, “Do the legal tools meet the needs of the breeders”, Regional Seminar on Enforcement of Plant Variety Rights, Community Plant Variety Office, Βαρσοβία, 11-12 Μαϊου 2006. Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/28bvcg. Και τα δύο απαιτούν την ολική εξάλειψη του δικαιώματος των αγροτών στη φύλαξη σπόρων.
[15] Για λεπτομέρειες σχετικά με την οπτική του διαχειριστή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της Limagrain, της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής εταιρείας σπόρων, βλ. Pierre Roger, “A Professional European View on Intellectual Property for Plant-Related Innovations”, Patent Protection of Plant-Related Innovations: Facts and Issues, σεμινάριο της ISF, Κοπεγχάγη, 1-2 Ιουνίου 2006. Μπορείτε να παραγγείλετε το CD με τα έγγραφα του σεμιναρίου γράφοντας στη γραμματεία της ISF στο isf@worldseed.org.
[16] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την PCT, βλέπε http://www.wipo.int/pct/en/index.html.
[17] Βλέπε για παράδειγμα Grand (2005) και Blokland (2006); λεπτομέρειες όσον αφορά την υποσημείωση 14.
[18] Βλέπε για παράδειγμα Essential Derivation. Information and Guidance to Breeders, International Seed Federation, Ιούνιος 2005. Διαθέσιμο στο http://tinyurl.com/2fsvs8.
[19] Mark D. Janis y Stephen Smith, Obsolescence in Intellectual Property Regimes, University of Iowa Legal Studies Research Paper 05-48, Iowa City, Απρίλης 2006.
[20] Bent (2006); Λεπτομέρειες στην υποσημείωση 7.
[21] Edmund J. Sease, “Protections Available For Plants Under United States Laws, Both Federal and State”, Patent Protection of Plant-Related Innovations: Facts and Issues, σεμινάριο της ISF, Κοπενχάγη, 1-2 Ιουνίου 2006. Μπορείτε να παραγγείλετε το CD με τα έγγραφα του σεμιναρίου γράφοντας στη γραμματεία της ISF στο isf@worldseed.org.
[22] Για γενικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ως μη ανταγωνιστικών εργαλείων, με παραδείγματα κυρίως στη φαρμακοβιομηχανία και τη βιομηχανία θεάματος, βλέπε Peter Drahos y John Braithwaite, Information Feudalism. Who Owns the Knowledge Economy?, Earthscan, Λονδίνο, 2002.
[23] David E. Schimmelpfennig et al., The impact of seed industry concentration on innovation: a study of U.S. biotech market leaders, Economic Research Service, US Department of Agriculture, Washington, 2004. Ο Schimmelpfennig και οι συνάδελφοί του τεκμηριώνουν πώς η συγκέντρωση και ισχροποίηση της βιομηχανίας σπόρων οδηγεί στη μείωση της βιοτεχνολογικής έρευνας, γεγονός το οποίιο μπορεί να είναι θετικό, αλλά σε κάθε περίπτωση υποδεικνύει το σημείο συζήτησης.
-Το αρχικό άρθρο του Grain (αγγλικά) εδώ