Εταιρείες Γ.Τ.Ο. και Βιοκαυσίμων στη Διατροφική Κρίση
Η διατροφική κρίση άφησε έντονα ίχνη παγκοσμίως μέσα στο 2008 και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Οι αυξήσεις τιμών, η σπάνη διατροφικών ειδών, η πείνα εντάσσονταν σε κάποιο στρατηγικό σχέδιο ελέγχου των πληθυσμών από τις εταιρείες; Ναι, αλλά μόνον αν δει κανείς το ζήτημα μακροπρόθεσμα, αν μιλήσουμε δηλαδή όχι για μια συνέπεια της χρηματοπιστωτικής “κρίσης”, αλλά για ένα τεράστιο ζήτημα διαχείρισης καθώς και ελέγχου της πρόσβασης στους ενεργειακούς και διατροφικούς πόρους, από το νερό ως σιτάρι και από τα καύσιμα ως την επιβολή της φονικής τεχνοεπιστήμης της ατομικής ενέργειας, ένα τεράστιο ζήτημα λεηλασίας, κατασπατάλησης και καταστροφής πηγών της: Αλλιώς δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για διατροφική κρίση όταν το πλεόνασμα είναι τόσο μεγάλο και όταν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα από μόνα τους τα λύμματα και οι ρύποι από τα τρόφιμα.
Η διατροφική κρίση για την οποία έγινε λόγος το 2007 συνδέθηκε με τη σπάνη σε διατροφικά είδη και την ιλιγγιώδη αύξηση των τιμών τους. Παρατηρούμε εντωμεταξύ ότι η δημιουργία σπάνης και η άνοδος των τροφίμων ήταν η καταλληλότερη μέθοδος επιβολής ορισμένων τεχνικών και προϊόντων που παρά την επιθετική τους προώθηση, είχαν αρχίσει να χάνουν έδαφος: τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα και τα βιοκαύσιμα. Η Monsanto, αγροβιομηχανικός κολοσσός στα εντομοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα, καθώς και στους σπόρους σόγιας, κανόλα, καλαμποκιού και βαμβακού, είναι το ισχυρότερο από τα λόμπυ στην Ουάσινγκτον που μιλούν για τη διατροφική κρίση. Σημαντικό είναι ότι μέσα από την κρίση καταδεικνύεται ο βαθμός στον οποίο συμπλέκονται μεταξύ τους το ενεργειακό και το διατροφικό ζήτημα, αφού ουσιαστικά πηγές ενέργειας και διατροφικές πηγές εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από ένα ολιγοπώλιο εταιρειών.
Η διατροφική κρίση με αριθμούς καταδεικνύει ίσως τα διπλά στάνταρντς με τα οποία έχει περιγραφεί: Στους πρώτους τρεις μήνες του 2008, η τιμή του ρυζιού στην Ασία είχε διπλασιαστεί. Σε ένα χρόνο, η τιμή του σιταριού παγκοσμίως ανέβηκε κατά 130%. Οι χώρες εξαγωγής δημητριακών έκλεισαν τα σύνορά τους για να προστατεύσουν την εγχώρια αγορά, ενώ οι χώρες εισαγωγής αγόραζαν πανικόβλητες ό,τι έβρισκαν. Εντωμεταξύ όμως το 2007 ήταν χρονιά-ρεκόρ για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ξεπερνώντας τους 2.3 δις τόνους και παρουσιάζοντας αύξηση 4% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Πώς ήταν λοιπόν το πρόβλημα η σπάνη των τροφίμων.
Οι δικαιολογίες για την κρίση ήταν πολλές: δυσμενή καιρικά φαινόμενα που προκάλεσαν ξηρασία και πλημμύρες και καταστρέφουν τα σπαρτά, αύξηση της κατανάλωσης κρέατος σε Ινδία και Κίνα, η δέσμευση γης για αγροκαύσιμα κ.ο.κ. Το ενδιαφέρον όμως είναι, όπως περιγράφει και η εξαιρετική ανάλυση της οργάνωσης GRAIN με τίτλο Making a Killing from Hunger, ότι πολλές εταιρείες, μέσα στο μεγάλο κύμα της διατροφικής κρίσης ως τα μέσα του 2008, αύξησαν ιλιγγιωδώς τα κέρδη τους. Αυτό ισχύει τόσο για τις πολυεθνικές των λιπασμάτων, όσο και για τα μεγάλα σουπερμάρκετ.
Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι οι χρονιές της “διατροφικής κρίσης” είναι ταυτόχρονα και οι χρονιές που οι κολοσσοί διατροφικών προϊόντων σημείωσαν κέρδη-ρεκόρ: Τα μεγαλύτερα αφορούν δύο τομείς, που ελέγχονται πλήρως από ένα ολιγοπώλιο πολυεθνικών: τα λιπάσματα και το σιτάρι. Η Cargill, η ADM, η Con-Agra, η Bunge (όλες από HΠΑ), η Charoen της Ταϊλάνδης, η Νoble Group της Συγκαπούρης σημείωσαν κέρδη μέχρι και πάνω από 90%, ενώ οι πολυεθνικές των λιπασμάτων Sinochem (Κίνα) ανακοίνωσε αύξηση 95% και η Μοsaic (HΠΑ) 141%.
Δεν είναι βέβαια μόνον αυτοί. Οι παρασκευαστές τροφίμων κάναν κι αυτοί χρυσές δουλειές… Η Νεστλέ ανακοίνωσε αύξηση κερδών 7% - “είδαμε την κρίση να ‘ρχεται, οπότε προ-αγοράσαμε πρώτες ύλες” δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου της Φρανσουά Χαβιέ Περούντ. Η Unilever, η οποία επίσης σημείωσε μεγάλα κέρδη τις τελευταίες δύο χρονιές ανακοίνωσε παράλληλα: “Η πίεση έχει αυξηθεί πολύ, την έχουμε όμως προλάβει με έγκαιρες ανατιμήσεις και χρήση των αποθεμάτων μας για τη μη διακοπή της ροής της διανομής μας”.
Εντωμεταξύ, δεν μπορεί να πει κανείς ότι τέτοια κέρδη οφείλονται σε επιβάρυνση των διανομέων και της λιανικής: Τεράστια αύξηση στα κέρδη της σημείωσε και η βρετανική αλυσίδα σουπερμάρκετ Tesco (της τάξης του 12,3% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά). Το ίδιο και η γαλλική αλυσίδα Carrefour και η Wal-Mart των ΗΠΑ, οι οποίες μάλιστα επιμένουν ότι τα κέρδη βασίζονται στα διατροφικά είδη. Η ειρωνεία είναι ότι η το μεξικανικό τμήμα της Wal-Mart, η Wal-Mex, η οποία διαχειρίζεται το 1/3 όλων των διατροφικών προϊόντων στο Μεξικό ανακοίνωσε αύξηση των κερδών της κατά 11% τους πρώτους τρεις μήνες του 2008, την ίδια στιγμή που οι μεξικανικοί είχαν πάρει τους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τις απρόσιτες τιμές στο καλαμποκάλευρο…
Βλέπουμε λοιπόν πώς η τεχνητή σπάνη μετατράπηκε σε αμύθητα κέρδη, πώς η αύξηση των τιμών τελικά ωφέλησε τους μεσάζοντες οι οποίοι τις τελευταίες 2 με 4 δεκαετίες έχουν καταφέρει να ελέγξουν πλήρως την αλυσίδα της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης. Η μεγαλύτερη εταιρεία σπόρων στον κόσμο η Monsanto αύξησε τα κέρδη της κατά 44% το 2007. Η DuPont, η δεύτερη μεγαλύτερη, κατά 19% από τις πωλήσεις σπόρων και η τρίτη, η Syngenta (που είναι ταυτόχρονα και η πρώτη στα εντομοκτόνα) είδε αύξηση των πωλήσεών της κατά 28% το πρώτο τέταρτο του 2008.
Οι ίδιες εταιρείες εντωμεταξύ είχαν κάνει πολύ μεγάλα ανοίγματα από το 2004 ως το 2007 στις επενδύσεις τους για βιοκαύσιμα:
Από το 2004 ως το 2007 οι επενδύσεις κεφαλαίων στα βιοκαύσιμα αυξήθηκε οκτώ φορές. Ιδιωτικές επενδύσεις κατακλύζουν αυτήν τη στιγμή τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, όσο δημόσια είναι αυτά στην Αμερική και πέρσυ η BP απένειμε βραβείο μισού εκταμμυρίου δολλαρίων στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Επιπλέον παραβαίνονται τους νόμους εναντίον του σχηματισμού καρτέλ και τραστ, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, σπόρων και γενετικής μηχανικής εισέρχονται σε ισχυρές συμμαχίες: Η ADM με τη Monsanto, η Chevron με τη Volkswagen, η ΒP με την Dupont και την Toyota. Οι εταιρείες αυτες σταθεροποιούν μια αλυσίδα έρευνας, παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής τροφίμων και καυσίμων κάτω από μία οροφή, εξασφαλίζουν δηλαδή τον κεντρικό διατροφικό και ενεργειακό έλεγχο τεράστιων κομματιών του πληθυσμού παγκοσμίως.
Παρά τις καταστροφές που επέφεραν παγκοσμίως οι αγροκαλλιέργειες (και πολλές φορές αυτές οι καταστροφές είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις τεράστες αυξήσεις των τιμών), τα άμεσα κέρδη δεν φαίνεται να ήταν τα αναμενόμενα: Αρχικά τα βιοκαύσιμα λεγόταν ότι θα παράσχουν 5, 75% των καυσίμων στις μεταφορές σην Ευρώπη μέχτι το 2010 και 10% έως το 2020. Η αμερικανή φιλοδοξία έφτανε τα 35 δις γαλόνια το χρόνο. Για να επιτευχθεί το ευρωπαϊκό όραμα βέβαια θα χρειαζόταν η Ευρώπη να παραχωρήσει το 70% της καλλιεργήσιμης γης της σε καλλιέργειες αγροκαυσίμων. Ολόκληρη η παραγωγή των ΗΠΑ σε σόγια και καλαμπόκι θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο επεξεργασίες τους σε αιθανόλη και βιοντήζελ. Με άλλα λόγια όλες οι χώρες του βορρά θα περίμεναν να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες τους ο νότος. Πράγματι, η Μαλαισία και η Ινδονησία αποψίλωσαν τεράστιες δασικές τους εκτάσεις για να σπείρουν ελαιοφοίνικες που θα παράσχουν 20% της ευρωπαϊκής αγοράς βιοντήζελ. Στη Βραζιλία, όπου τα αγροκαύσιμα καλλιεργούνται σε εκτάσεις που συνολικά υπερβαίνουν το μέγεθος της Ολλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Μεγάλης Βρετανίας, η κυβέρνηση το 2007 προτίθετο να πενταπλασιάσει τις εκτάσεις καλλιεργειών ζαχαροκάλαμου για να παραγάγει το 10% της παγκόσμιας παραγωγής αερίου ως το 2025.
Πολύ γρήγορα όμως ο μύθος των δήθεν οικολογικών βιοκαυσίμων κατέρρευσε…Πιο συγκεκριμένα, οι πέντε μύθοι που αποτελούσαν τα επιχειρήματα υπέρ των αγροκαυσίμων έχουν όλοι καταρριφθεί: πρώτον, τα αγορκαύσιμα δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον γιατί ενώ η φωτοσύνθεσή τους υποτίθεται ότι απομακρύνει αέρια του θερμοκηπίου, για κάθε τόνο ελαιοφοίνικα που παράγεται παράγονται π.χ. 33 τόνοι εκπμπών διοξειδίου του άνθρακα, 10 φορές παραπάνω απ’ όσες με το πετρέλαιο – και πολύ περισσότεροι αν λάβει κανείς υπόψιν ολόκληρο τον κύκλο ζωής μιας αγροκαλλιέργειας μέχρι να γίνει καύσιμο…Δεύτερον, εννοείται ότι δεν αναζωογονούν την ανενεργή γη – στη Βραζιλία χρησιμοποιήθηκαν γονιμότατες εκτάσεις στη Mata Atlantica, το Cerrado και την Pantanal. Χαριστική βολή για τον Αμαζόνιο. Τρίτον, δεν φέρνουν αγροτική ανάπτυξη, αφού καταστρέφουν τις μικρότερες οικονομίες αγροκαυσίμων. Η Cargill και η ADM που ελέγχουν το 65% της παγκόσμιας αγοράς σπόρων, η Syngenta και η Monsanto το ένα τέταρτο της βιομηχανίας γ.τ. γενικών – αυτές αναλαμβάνουν τη σόγια της λατινικής Αμερικής. Τέταρτον, δεν θεραπεύουν την πείνα – είναι σαφές ότι η πείνα δεν είναι ζήτημα σπάνης. Πέμπτον, η “δεύτερη γενιά” αγροκαυσίμων δεν πρόκειται να βελτιώσει την κατάσταση. Η καταστροφή από την πρώτη είναι ήδη μεγάλη.
Η κρίση λοιπόν βοήθησε τις εταιρείες και να μην αναγκαστούν να προβούν σε αποζημιώσεις (στη Βραζιλία για παράδειγμα) αλλά και να ορθοποδήσουν (με τα τεράστια ποσοστά που αναφέραμε παραπάνω) σε άλλους τομείς όπου δραστηριοποιούνται…
Η διατροφική κρίση που πήρε τη μορφή των λεγόμενων food riots σε Αφρική (Ζιμπάμπουε, Τυνησία, Σενεγάλη, Μοζαμβίκη, Σομαλία, Μαρόκο, Μαυριτανία, Μαδαγασκάρη, Γουινέα, Αίγυπτος, Ακτή Ελεφαντοστούν, Καμερούν, Μπουρκίνα Φάσο), Ασία (Μπαγκλαντές, Ινδία, Ινδονησία, Φιλιππίνες), Νότια Αμερική και Καραϊβική (Αργεντινή, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Περού, Αϊτή Μεξικό) και Μέση Ανατολή (Υεμένη, Ιορδανία), ανέδειξαν ορισμένα χαρακτηριστικά της διεθνούς πραγματικότητας. [Βλ.Mindi Schneider, December 2008 “We are Hungry!” A Summary Report of Food Riots, Government Responses, and States of Democracy in 2008]. Σε αυτές τις χώρες, οι πρακτικές που φαίνεται να δημιούργησαν την έκρηξη των τιμών σε βαθμό που ήταν εντελώς απρόσιτες από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού εκτός Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής δεν ξεκίνησαν το 2007, τη χρονιά που ξεκίνησε η “κρίση”. Έχουν τις ρίζες τους στην πράσινη επανάσταση του 1950 και στις δομικές αλλαγές που επιβλήθηκαν στις φτωχές χώρες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ τη δεκαετία του ’70 και που εντατικοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία, με τη χαριστική βολή από τον ΠΟΕ τη δεκαετία του ’90 και με την πλήρη απελευθέρωση δασμών και περιορισμών στο εμπόριο τροφίμων, με αποτέλεσμα το 70% των λεγόμενων υπό ανάπτυξιν χωρών να είναι κυρίως εισαγωγείς τροφίμων. Οι πρακτικές αυτές οδήγησαν τις τοπικές καλλιέργειες (από την επιλογή της καλλιέργειας, μέχρι τη διαχείριση και τις τεχνικές της) στα χέρια πολυεθνικών, προσανατόλισαν την παραγωγή σε προϊόντα πολυτελείας για εξαγωγή στη Δύση, εξάπλωσαν τερατωδώς τη βιομηχανική κτηνοτροφία, την παρασκευή και την κατανάλωση κρέατος, εμπορευματοποίησαν πλήρως τις πρώτες ύλες – το έδαφος, το νερό, την ατμόσφαιρα (βλέπε δικαιώματα ρύπων), τους έμβιους οργανισμούς (βλέπε πατέντες στα γονίδια), καθιέρωσαν την αστυνόμευση των σπόρων , μέχρι και την τεχνητή μείωση των αποθηκευμένων σπόρων, καθιέρωσαν παρά την αποδεδειγμένη τους επικινδυνότητα τη γενετική τροποποίηση και επέβαλαν τη χρήση (την τελευταία διετία) μεγάλων αγροκαλλιεργειών για βιοκαύσιμα…Η έκρηξη της πρόσφατης διατροφικής κρίσης είχε συνέπειες πραγματικές και αιτίες στη διαρκή, ολοένα και ανανεούμενη κρίση της κοινωνίας που είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις – η πολιτική του κέρδους και του θανάτου.
(κείμενο απο Ε.Τ. ranger)